Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Πηδούσε από το ένα πλευρό του δρόμου στο άλλο, μα δε μου ήρθε ούτε μια στιγμή στο νου πως μπορούσε να σπάση κάτι, ή ναναποδογυριστούμε. Ο αμαξάς είτανε λαμπρό παιδί και συλλογιζότανε το μικρό αγόρι μου, που είταν τόσο ωραίο και χαριτωμένο και δεν έπρεπε να πεθάνη. «Είναι ο πατέρας με το παιδί του», έλεγα δυνατά μόνος μου.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
Η νιόνυφη, ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα, δοκιμασμένη στα τέτοια γλυκοξυπνίσματα της αυγής στο νυφιάτικο στρώμα της, δείχνονταν περίχαρη και δεν άφινε κλωθογύρισμα δρόμου που να μη γυρνά και να μου πιδοκιμάζη με χαμόγελο την επιτυχία του καλού τραγουδιού. Μα η δασκάλα.... μωρέ τσιμουδιά, η σκληρή.
Τέτοιες γαλήνιες στη ζωή στιγμές κι εσέ αν σου μένουν χάρου τις ως χαιρόμαστε γοργό όνειρο, ψυχή, και σα να μη σε γγίζουν καν οι άλλες ας διαβαίνουν ως στον ολόγλαυκο ουρανό του ανέμου η ταραχή. Μες στα όνειρά μου πέρασες ένα και συ όνειρο μου· ήταν η λάμψη μιας στιγμής, μια λάμψη όπως και συ, και μου είναι ως να σε απάντησα στο γύρισμα ενός δρόμου, ενώ μια δύση χύνονταν στον ουρανό χρυσή.
Αλλ' είνε εύκολον να νικήση τις εις αγώνα δρόμου, όταν κατά την παροιμίαν τρέχει μόνος του. Ώστε καθόλου παράδοξον ότι και εγώ ενικήθην, αφού ούτε ο λόγος μου εδόθη, ούτε απελογήθην. Αλλά το πλέον άτοπον είνε ότι σεις ήσθε και κατήγοροι και δικασταί.
Χορός από διάκους, ντυμένους κατάμαυρο κοντό χιτωνίσκο, με κοντές χειρίδες και με ένα λευκό πανί ριγμένο στο δεξί τον ώμο, στέκονται στην αρχή του δρόμου, κοντά στο βράχο. Είνε όλοι νέοι, ξυραφισμένοι, με τα μαλλιά κοντά κομμένα και στην κορυφή του κεφαλιού έχουν ξυραφισμένον ένα κύκλον μικρό. Μπροστά δύο γηραλέοι με γενειάδα, ντυμένοι ραβδωτές χλαμύδες, είνε οι Πρεσβύτεροι.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον δίπλα εις το σπίτι του γέρο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή- Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ζυγώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα.
Καθώς τα μυρμήκια, το θέρος, δεν παύουν ένα-ένα αποτελούντα ατελείωτον λιτανείαν εις την άκραν του δρόμου να σύρουν από ένα κόκκον, ή ψόφιαν μυίαν, ή ό,τι δήποτε, βαδίζοντα ακούραστα προς την αποθήκην των, την μικράν οπήν της γης, ούτω και η πολυκέφαλος συντροφιά του Λούκα, ο Θανάσης ο Παπουδής, κι' ο Παναγής της Χρόναινας, κι' ο Ανάστασης ο Αμπάς κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς και οι λοιποί, εσχημάτισαν μακράν πομπήν, μετακομίζοντες επ' ώμων τας ράβδους τας σιδηράς και τα αγγεία, εις την καλύβην πέραν, την κρυφήν, και εις την σπηλιάν την οποίαν είχεν υποδείξει ο Λούκας.
Άλλοτε μεν ουδ' απάντησις εδίδετο αυτοίς, άλλοτε δε προέκυπταν εκ μικράς θυρίδας σαξονική τις κεφαλή ερυθρά υπό του ψύχους ή κάτωχρος υπό του τρόμου, παρακινούσα τους ικέτας εις εξακολούθησιν του δρόμου των· σπανίως δε χειρ τις ευσπλαγχνικωτέρα της κεφαλής έρριπτεν αυτοίς ως εφόδιον τεμάχιον μέλανος άρτου ή ξηρού ιχθύος.
Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν