Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Τότε είδε στο άλλο μέρος του μεγάλου δρόμου, ψηλά στην άκρη του χαντακιού, τα κίτρινα άνθη, που λάμπανε φυτρωμένα στο σταχτερό χώμα, κ' έτρεξε κει, όσο βαστούσαν τα μικρά του πόδια. Μα τώρα είτανε σχεδόν μέσα στο δάσος και δεν μπορούσε πια ναντισταθή.
Την αυγήν εξύπνησεν όλη η οικογένεια, και το παιδάκι, έβαλε τον χωλόν στρατιώτην εις το παράθυρον. Τρομερόν πέσιμον! Η περικεφαλαία και το όπλον του εχώθησαν μεταξύ των πετρών του δρόμου, το δε ποδάρι του μόλις εφαίνετο. Το παιδάκι κατέβη με την υπηρέτριαν διά να τον εύρουν, αλλά δεν ημπόρεσαν να τον ανακαλύψουν, μολονότι τον επάτησαν σχεδόν. Αν εφώναζεν ο ανόητος: «Εδώ είμαι!» θα τον εύρισκαν.
Μέγας τότε ο αλαλαγμός γυναικών σταυροκοπουμένων, παιδίων σκιρτώντων, ανδρών τρεχόντων οπίσω της πρύμνης, ως να ήθελον διά του δρόμου τούτου να εκπτοήσωσι και να πειθαναγκάσωσι το πλοίον να πέση εις την θάλασσαν.
Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και της αποβάθρας. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης κατέβη κούτσα—κούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και τα εδίωξε μακράν του ναού.
Εκάθησα επί κορμού ελαίας εις του τοίχου την σκιάν και επερίμενα βλέπων την στροφήν του δρόμου, όθεν ήλπιζα να προβάλη εντός ολίγου ο Παντελής επιστρέφων. Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. Αίφνης γέλωτες παιδικοί αντήχησαν πλησίον μου.
«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα... » Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου!
Ήμην παρά τον τοίχον του κήπου μας και έβλεπα ήδη εκ του δρόμου το ανώγειον της οικίας μας.
Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού. Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης, σχήματος φαέθωνος , με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του λαιμού τα πτερά μου. — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.
Ωστόσο όλοι οι ταξιδιώτες, που συνάντησε στις ταβέρνες του δρόμου, του λέγανε! — Πάμε στο Παρίσι. Αυτή η γενική σπουδή του γέννησε επί τέλους την επιθυμία να ιδή αυτήν την πρωτεύουσα· δεν θ' απομακρυνότανε και πολύ από το δρόμο της Βενετίας. Μπήκε στην πόλη από το προάστειο του Σαιν-Μαρσώ και θάρρεψε, πως βρισκότανε στο χειρότερο χωριό της Βεστφαλίας.
Και εάν υπωπτεύετό τι, αι υποψίαι του ουδέποτε ελάμβανον την ορθήν διεύθυνσιν. — Τι λέγεις; υπέλαβεν ερωτηματικώς ο Κ. Λιάκος. Με συντροφεύεις να περιπατήσωμεν ολίγον; — Αυτήν την ώραν, αδελφέ! — Έως εις την στροφήν του δρόμου. — Δεν έρχεσαι καλλίτερα εις την οικίαν μου να σου προσφέρω έν ποτηράκι μοσχάτον; Χθες μου ήλθεν από την Σίφνον. Σου το συνιστώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν