Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Σεπτεμβρίου 2025


Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε.

Υπομονή! τα πράματα θα πάνε καλύτερα. Γιατί, σου το λέγω, αγαπητέ, έχεις δίκαιον. Αφ' ότου γυρίζω κάθε μέρα μεταξύ του λαού, και βλέπω τι κάμνουν, και πώς φέρονται, είμαι πλέον ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου.

Πετάξου κι' ως τες μάντρες Μη γέννησεν άλλη καμμιά. — Ο γέροντας ο ίδιος. — Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά. — Καλώς τον Μπαρμπατόλιο. Βρέχει όξω, Μπάρμπα; — Μοναχά; Για ιδέςτην κάπα χιόνια. Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου. Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι, Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι! Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή.

Μα το σταυρό· θα κατεβώ καμμιά ώρα κ' εκεί θα μείνω από το κακό μου! — Σώπα, καϋμένε· του είπεν ο άφτουρος γελώντας. Έτσι είνε το σφουγγάρι· θέλει τύχη. — Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνουκάτου και δεν βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα, και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος μου τ' αρπάζει. — Τ' αρπάζει άλλος!

Τα σπίτια μου φάνηκαν αλλοιώτικα, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, το μεσοχώρι αλλοιώτικο... Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει χτες. Υπόθεσα ότι έγεινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι' ότι είστε όλοι φερτικοί από μακρυνόν τόπο.

Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.

Και τότε τα παραιτώ όλα και φεύγω και γυρίζω στα σοκάκια και τα δώματα σαν κουζουλός ... Δε μπορώ μπλειο, Πηγιό, δε μπορώ ... Μα ως πότε ν' ανημένω; Ο κύρης μου λέει πως θα γενή η στεφάνωσή μας δυο μήνες ύστερ' απού τη Λαμπρή. Μπορώ 'γώ ν' ανημένω ως τότε και να κάθεται κι' ο κύρης σου όλο στην πόρτα και να μη μπορώ ναρθώ να σε 'δώ; Θα σκάσω, θα κουζουλαθώ.

ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ' έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά.

Μ' αν τύχη κ' έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικόποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου; Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω!

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν