United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μιας μ' αυτόν βασίλεψε και το φεγγάριτα βουνά. Του Βάλτου κ' έγειναν με μιας βουνά, λαγκάδια σκοτεινά. Ποιος ήταν αυτός πούφερε το μυστικό χαμπέρι Απ' του Ομέρ τ' ασκέρι; Πέτε τον σεις, 'ψηλά βουνά, βρυσούλαις και λαγκάδια. Σεις, που τον συντροφεύετε τόσαις αυγαίς και βράδυα! Πέτε τον σεις βράχοι κλαριά, του Ομέρη τον προδότη. Τον Κώστα το Γιαννιώτη! Ξημέρωναν Χριστούγενα.

Για τον Ανδρούτσο μώλεγε, για το Βλαχοθανάση, Της Αλαμάνας το στοιχειό το Διάκο το Θανάση, Τον Κούρμα τον πελώριο, τον Πάνο Μεϊτάτη, Για το μικρό Χορμόπουλο, και για το Σπαθογιάννη· Και για του Βάλτου το θεριό το Χρήστο το Μιλιώνη· Για του πελάγου το πουλί μώλεγε τον Κατσώνη, Διά της Κασσάνδρας το Σταθά, το γέρο Μπουκουβάλα, Το Ζήτρο τον ανήμερο, τον άγριο Κώστα Πάλλα, Το Χρήστο Γρίβα τον αετό της Λάμιας, το Λαμπέτη, Για τον χαμένον αδελφό του Διάκου Μασσαβέτη, Και για τον πάτερ-Σαμουήλ της Κιάφας μας τ' αστέρι.

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

Δράξας την ευκαιρίαν ταύτην ο εκ Βάλτου Τζεκούρας εισήλασεν εις Ακαρνανίαν και ήρπασε περί το 1680 το κληρονομικόν των Γριβαίων αξίωμα. Ολίγον ύστερον ο Απόστολος Γρίβας, όστις διέμενεν εις Τόσκεσι του Σουλίου, επέπεσε μετά 100 οπαδών κατά του Τζεκούρα και ανακτήσας το αρματωλίκιον κατώκησεν εν Περατιά της Ακαρνανίας παρά τους πρόποδας του όρους Λάμιας.

Αλλ' επειδή όλα τα διαβατά μέρη του Αχελώου εφυλάττοντο από τους εχθρούς, απεφάσισε να υπάγη διά των Αγράφων και Βάλτου.

Οι Βαλαωρίται, αφ' ου επί τινα χρόνον ετήρησαν διά των όπλων το αρματωλίκιον του Βάλτου, λαβόντες επίσης γαίας εις αμοιβήν της καταστραφείσης περιουσίας, προσέφυγον και ούτοι εις Λευκάδα, όπου και διέμειναν, ο δε οικογενειακός αυτών τάφος υπάρχει εν τω ναώ του Σωτήρος.

Μαζύ του κι' ο Δημήτρης Κρατώνταςτο δισάκκι του κρυμμένα του Δεσπότη Ταγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη Λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη Πα να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας, Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι' ο Πάνος Μεϊντάνης Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη. Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη, Με τη στερνή του την πληγή.

Βεβαίως, κάποιος ξένος είχε σκοτώσει τον δράκοντα. Ζούσε όμως ακόμη; Η Ιζόλδη, ο Περινίς, και η Βραγγίνα έψαξαν πολλή ώρα: στο τέλος, μέσ' τα χορτάρια του βάλτου η Βραγγίνα είδε να λάμπη το κράνος του αντρειωμένου. Ανέπνεε ακόμη. Ο Περινίς τον πήρε στο άλογό του και τον επήγε μυστικά στην αίθουσα των γυναικών. Εκεί η Ιζόλδη αφηγήθη την περιπέτεια στη μητέρα της, και της εμπιστεύτηκε τον ξένο.

Αλλ' ούτος προειδοποιηθείς εδραπέτευσεν, οι δε Λεβαδιείς υπεσχέθησαν να μη επιτρέψωσιν ουδέποτε πλέον προς αυτόν την επάνοδον. Κατά τον χειμώνα του 1865, ενώ η ληστεία ελυμαίνετο τας επαρχίας του Βάλτου και της Ακαρνανίας, εγώ και άλλοι τινες φίλοι τεθέντες υπό την άμεσον οδηγίαν του ταγματάρχου Ηλία Δημητρακαράκου εξήλθομεν χάριν κυνηγεσίας εις Χελογίβαρον.

Με το τουφέκι ετρέξανε ένας να φάη τον άλλο Φωτιάν εδώκαντη φωτιά πέφτουν κ' οι δύοτον τόπο. Γιος του Δήμου, ωρμάτο εκ Σακαρετζίου του Βάλτου, διέπρεψε δε μαχόμενος διά βίου προς τους Οθωμανούς. Αλλ' εν έτει 1767 επί κεφαλής 300 αρματωλών κατετρόπωσε τον Μούρτο Χούσον πάππον του Αλήπασα, σταλέντα παρά του Κουρτ πασά προς καταδίωξιν αυτού, εν τη εν Κερασόβω μάχη.