Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, μέσα στα αργυρό φαιλόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη έμενε στο ξύλο ήρεμος, ασυγκίνητος σαν να ήσαν όλα καλά και ήσυχα τριγύρω του. Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια εχαμπέριζεν αυτός. Και ο καπετάν Δρακόσπιλος αναμένος από πριν άναψε περισσότερο με την τόση απάθεια του προστάτη μας.
Τα παραμικρότερα ελαττώματα παραμελούμενα, αυξάνουν, προχωρούν, και επί τέλους καταντώσι πάθη τρομερά και εις την πατρίδα ολέθρια· απαράλλακτα ως τα μικρά και ήσυχα ρυάκια, τα οποία προχωρούντα αυξάνουν και μεγαλύνονται, μεταβαλλόμενα επί τέλους εις πλατυτάτους, ορμητικούς, και επικινδύνους ποταμούς.
Απεριόριστη κι απόλυτη είν' η ματιά εκείνου που κάθεται ήσυχα και μελετά, που περπατάει μοναχός και ονειροπολεί.
Το λοιπόν, αφτοί που κάθουνται ήσυχα στο γραφείο τους και σας φτειάνουνε λέξες, λόγου χάρη, εργοστάσιον των πίλων κι άλλα τέτοια, ή που βγήκανε άξαφνα και μας είπανε η οδός, της οδού , αντίς ο δρόμος, του δρόμου , που ξέρει ο λαός, αφτοί που μας βγάζουν τάχα ελληνικά ονόματα για το κάθε πράμα, τι σκοπό είχανε; Είχαν εννοείται το σκοπό να μάθη ο λαός τις λέξες, τα ονόματα που φτειάνουνε, είχαν το σκοπό να κάμουνε γλώσσα εθνική.
Η ντόνα Έστερ διάβαζε ήσυχα καθισμένη σ’ ένα σκαμνάκι μπροστά στον αρχαίο πάγκο, αλλά ξαφνικά ο γάτος, που ήταν ξαπλωμένος στη σκιά της πλάι στο λυχνάρι και με τα μάτια παρακολουθούσε τις κινήσεις των χεριών της, πήδηξε στην ποδιά της σαν να ήθελε να κρυφτεί και από εκεί τρύπωσε κάτω από τον πάγκο.
Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχα — ήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.
Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.
Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.
Αλλά και εις εμέ τον ίδιον φαίνεται, τόρα που το είπες συ, ότι άλλο είναι αυτό το ωραίον ως προς τους νόμους. Σωκράτης. Στάσου ήσυχα, Ιππία μου. Διότι είναι φόβος, ενώ επέσαμεν εις την ιδίαν δυσκολίαν με την προηγουμένην περί του ωραίου, να νομίζωμεν ότι ευρισκόμεθα εις κάποιαν άλλην ευκολίαν. Ιππίας. Πώς το εννοείς αυτό, Σωκράτη μου; Σωκράτης.
Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν