United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται μεν κάπως, καλέ Ξένε, ότι αυτός ο λόγος ελέχθη ορθώς, θαυμάζω όμως, αν τα νόμιμα του τόπου μας και ακόμη και της Λακεδαίμονος δεν φροντίζουν όσον το δυνατόν περισσότερον δι' αυτά! Πολύ πιθανόν. Δεν πρέπει όμως διόλου να φιλονικούμεν τώρα μεταξύ μας με τραχύτητα, αλλά ήσυχα να εξαναρωτούμεν, έχοντες την ιδέαν ότι και ημείς καθώς και εκείνοι το περισσότερον δι' αυτά φροντίζομεν.

Τι τον ήθελε τέτοιον όχτο ; είπε στην Ελπίδα· είνε σα να κλει την πόρτα να μην περάσουμε πια στο πατρικό μας· σα ν' αρνιέται τα δίκαιά μας. — Μη φοβάσαι διόλου· απάντησε ήσυχα ο Δημητράκης από μέσα· τα δίκαιά μας τίποτα δεν παθαίνουν· να είσαι βέβαιος.

Γιαννόπουλος έγραφε με τρόπο εβγενικό, σοβαρά, σαν άθρωπος που ήσυχα σου λέει τη γνώμη του και θαρρεί πως είναι η σωστή γνώμη. Τη γνώμη του αφτή πολλοί ακόμα την έχουνε στην Ελλάδα.

Εδώ κάθημαι και ασθμαίνω, ζητώ να καθησυχάσω τον εαυτόν μου, περιμένω το πρωί, και με την ανατολήν του ηλίου οι ίπποι είναι έτοιμοι. Αχ! κοιμάται ήσυχα, και δεν σκέπτεται ότι δεν θα με ιδή πλέον. Εσυγκρατήθηκα, εστάθηκα αρκετά ισχυρός, ώστε σε δυο ωρών ομιλίαν να μη προδώσω το σχέδιόν μου. Και, Θεέ, τι συνδιάλεξις!

Θα ψυχομαχώ. Να φωνάξω, νάρθη κανένας! Δεν έχω φωνή. Να σηκωθώ, να τρέξω, να φύγω. Δεν μπορώ. Πιάστηκαν τα πόδια μου από το φόβο. — Έχω πιστόλι στο σερτάρι. Για να δω! Τέσσερεις και κάρτο. Θέλω να καθήσω ήσυχα στο κρεββάτι, να μετρήσω τα καρδιοχτύπια μου ένα ένα, ώςπου να σωθούνε. Να κάμω κουράγιο. Τι να παλαίβω τώρα; Έγινε πια το κακό. Σε λίγη ώρα... Είναι σαν τα κύματα που τρεμοπηδάνε.

Ήσυχα και γλυκά περνούν οι ώρες, όσο φαιδραίνεται η ψυχή μας και ξεκουράζεται ο νους μας με τα λόγια που μας λεν τόσοι και τέτοιοι άντρες. Απορούμε με την τέχνη τους, με τη χάρη της γλώσσας, με το ύφος και τη γνώση τους. Κάποτες μάλιστα τυχαίνει ναπορήσουμε με την ίδια μας τη γνώση, που ξέρουμε και βρίσκουμε στα συγγράμματα τους τόσες ωραιότητες. Η επιστήμη άλλα γυρέβει.

Καθόταν ήσυχα κ' υπομονετικά κ' η μαμά τον ξεχώρισε από μακριά, ενώ το βαπόρι σταματούσε δω και κει στις αποβάθρες. Καθότανε μικρός μικρός και μαζεμένος και το πράσινο καπελάκι του έλαμπε απάνω από το γαλανό νερό.

Πώς τα πέρασες εδώ μέσα, σε τούτο το μπουντρούμι; τον ρώτησα. Θέλεις τίποτα να σου φέρω; Έχεις καμμιά παραγγελιά για το σπίτι; Πες μου ό,τι θέλεις ελεύθερα. — Να σου πω ένα πράμμα; μου είπε χαμογελώντας. Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα τόσο ήσυχα στο σπίτι μου, όσο σε τούτο το έρημο το στρωσίδι Το πιστεύεις; Και μούδειξε μια παληοκουβέρτα μαζεμμένη σε μια γωνιά! — Ο Θεός να με συχωρέση! ξαναείπε.

Δεν τάκουγα πια. Ξύπνησα την ίδια στιγμή κι άρχισα αμέσως να μετρώ. Μετρούσα και στέκουμουν και δεν τολμούσα. Είταν η ώρα μια το πρωί. Εκεί που κοιμούμουν ήσυχα, δεν ξέρω πώς, μου κατέβηκε μια υποψία, ορμητικά, σαν ταστροπελέκι. Και τώρα, με τα μάτια ανοιχτά, πολεμούσα και δεν μπορούσα να τελειώσω το λογαριασμό μου. Θα πάρω χαρτί να τα σημειώσω. Στάσου να διούμε. Η αδερφή μου. Ο άντρας της· δυο.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.