United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν. — Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες; — Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε; — Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.

Άσκημα, πολύ άσκημα τόπιασες το ζήτημα, και συ κ' οι φίλοι σου. Δεν έπρεπε να σηκώσετε πόλεμο. Έπρεπε ήσυχα ήσυχα να ξηγήσετε τα καθέκαστα στους δασκάλους. Τι βγαίνει από τις φωνές, τις χαστουκοχαστουκιές, τις τουφεκιές, τις βροντοκανονιές; — Τέτοια μας λένε μερικοί φίλοι της δημοτικής, μάλιστα πιο στενοί από τον κ. Σωτηριάδη. Έχουνε πολύ δίκιο.

Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480

Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων. Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας.

Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει. — Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι. — Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.

Και να μη θαρρέψη κανένας πως το λέω από θυμό, από πείσμα. Διόλου, μα διόλου. Πολύ ήσυχα μάλιστα. Μα πώς δεν τα παίρνουνε τώρα ήσυχα κ' ίδιοι τους να τα διαβάσουν εκείνα που γράφουνε, να τα διαβάσουν, έτσι, μια μέρα, σα να διαβάζανε ξένα, σα να διαβάζανε σελίδες που δεν είναι δικές τους, που τις έγραψε άξαφνα κανένας άλλος; Και τότες, ακόμη πιο ήσυχα, να τους ρωτήξω·

Πριν όμως έρθη του Λικινίου το τέλος, πέρασε ο Κωσταντίνος εννιά απόλεμα, όχι όμως και ήσυχα χρόνια στη Γαλατία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη. Κανόνισε τότες τη δοίκηση και τη νομοθεσία, όσο γίνεται κατά τις χριστιανικές τις ιδέες· επειδή όντας οι χώρες εκείνες ανακατεμένες ακόμα, τέτοια έπρεπε να είναι και τα μέτρα του κ' η γενική του πολιτική.

Ενθυμούμην προ πάντων την μικράν Δέσποιναν, και τον τελευταίον περίπατόν μας, και τα πικρά προαισθήματα και τα ήσυχα δάκρυά της, ενόμιζα δε ότι ακούω εισέτι την γλυκείαν παιδικήν φωνήν της: Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου, θα τον σκοτώσουν !

Κάθησε κοντά μου, είπε. Δε θα ερεθιστώ. Θα μιλήσω ήσυχα. Γιατί δεν είμαι πια ανήσυχη. Αιστάνουμαι μόνο πως γκρεμίζουνται όλα. Δεν είμαι πια εδώ, αν και δεν μπορείς να το νοιώσης ακόμα, γιατί ξέρεις τόσα λίγα και γιατί τόσα λίγα μπορούσα να σου πω και γω.

Μεταφράζαμε στην παράδοσή του από τα γαλλικά στα λατινικά. Φρόνιμα, ήσυχα, προσεχτικά, έψαχνα στο λεξικό μου, και κει που είχε λέξη γαλλική, έβαζα γλυκά γλυκά λατινική λέξη, το συγύριζα, τόστρωννα, μην τύχη και μου ξεφύγη κανένα λάθος. Λάθος δεν είχε.