Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Σεπτεμβρίου 2025


Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους.

Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό. Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο: — Χόρτο να μην κόψης εδά, μόνο να σφίξης στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι. — Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά; — Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;

Έκλαψα πολύ στο δρόμο κιόταν έφτασα στην πόλη μού φάνηκε μαύρη. Πώς θάχα την υπομονή να περάσω τους μήνες πούμεναν ακόμη έως τις θερινές διακοπές; Και πώς θάχα νου να μελετώ και να παρακολουθώ την παράδοση; Άμα έπιανα βιβλίο, έμπαινε ανάμεσα της σελίδας και της προσοχής μου ένα πρόσωπο με μαύρα λυπημένα μάτια κι άκουα την αγαπημένη φωνή να μου λέγη. «Θέλουνε και δε θέλουνε, θα μ' αγαπάς

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

Όμως σαν ήρθε η δέκατη συγνεφιασμένη νύχτα, τότες πια εγώ του γιατακιού τη στεριωμένη πόρτα 475 τη σπάω και βγαίνω, κι' έφκολα τη μάντρα της αβλής μας πηδάω χωρίς οι φύλακες να νιώσουν μήτε οι σκλάβες. Και πήρα δρόμο έτσι μακριά περνώντας της Ελλάδας τα φαρδοκάμπια, κι' έφτασα στην προβατογεννήτρα, στη Φτιά τη χονδροχώματη, στου βασιλιά Πηλέα.

Σε λίγο αντάμωσε έπειτα τον ξακουστό αδερφό του, 515 τον Έχτορα, ότι πήγαινε στον κάμπο να γυρίσει απ' όθες πριν ρωτιότανε με τ' ακριβό του τέρι. Πρώτος ο Πάρης έπιασε διο λόγια να μιλήσει «Πολύ σε βάσταξα, αδερφέ, κιας βιάζεσαι να σύρεις· άργησα, κι' όπως πρόσταξες δεν έφτασα στην ώρα

Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ' ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα.

Αυτή δε συγχώρεσε τη μητέρα μου, πώς μπορεί να συγχωρέσει εμένα; Εγώ όμως, εγώ όμως…Χαμήλωσε το κεφάλι και έβγαλε από την τσέπη ένα γράμμα. «Βλέπεις, Έφις; Τα ξέρω όλα. Εάν η θεία Νοέμι δεν συγχώρεσε τη μητέρα μου ύστερα απ’ αυτό το γράμμα, πώς μπορεί να έχει καλή ψυχή; Ξέρεις τι γράφει αυτό το γράμμα, εσύ το έφερες στη θεία Νοέμι. Κι εγώ της το πήρα: ήταν πάνω στο κρεβάτι την μέρα που έφτασα.

Έφαγε και παρακάλεσε τη μαμά να πη χαιρετίσματα του «πατεράκη», όπως τον έλεγε, χαδευτικά όταν είταν πολύ χαρούμενος. Όλα τάζανε τις καλήτερες ελπίδες κι ωστόσο δεν μπορούσα να ησυχάσω. Έφτασα στη Στοκχόλμη στις εφτά το βράδι, τη στιγμή που έφευγε το τελευταίο βαπόρι, που μπορούσε να με φέρη σπίτι μου. Τράβηξα λοιπόν ίσια στο ξενοδοχείο, όπου πήγαινα πάντα. Είχε σκοτεινιάσει κ' έβρεχε δυνατά.

Λέξη Της Ημέρας

γραμματοδιδάσκαλοι

Άλλοι Ψάχνουν