Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν.
Έπεσεν επάνω εις χόρτα και άχυρα, και ο δούπος της πτώσεως της ούτε ηκούσθη. Το χαμηλόν παράθυρον μόλις ανείχε μισήν οργυιάν από του εδάφους. Μόνον είχε ξεχάσει να πάρη μαζί το ραβδί της και το καλάθι της, τα οποία ως τόσον ευρίσκοντο δίπλα της, εις το πάτωμα. Ήτον άξιον απορίας, πώς τόσον είχε σαστίσει.
Με οπόταν αυτοί είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν σκλάβαν, που είχαν μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν τους· και μάλιστα ο αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού, ο οποίος ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν, και στοχάζοντάς την που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου του επήγε και έπεσεν εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το πάθος, και την κλίσιν που εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά να την βάλη εις το σαλόνι του, και να την έχη ως αγαπητικήν του, διά το οποίον αυτή έκλινε μετά πάσης χαράς.
Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45 δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, 'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου. αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50 αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55 όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν, και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, 'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».
Την νύκτα ο κύριός της έβαλε τα φορέματά του έξω από το δωμάτιόν του διά να τα καθαρίση ο υπηρέτης, η δε δραχμή έπεσεν εντροπιασμένη εις το πάτωμα, χωρίς κανείς να την ακούση ή να την ιδή. Την αυγήν ο ταξειδώτης έβαλε τα φορέματά του και ανεχώρησε δι' άλλα μέρη, η δε δραχμή έμεινεν εις το πάτωμα.
Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπετάν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.
Αλλ' ο κόσμος ο αμαθής και ακατήχητος που να εμβαθύνη εις τα τοιαύτα! Αλλά τα χρόνια περνούν. Ασπρίζουν και τα μαύρα μαλλιά. Και ο καπετάν- Μαμμής κουρασμένος και χηρευάμενος πλέον, γέρων, ποδαλγός, έπεσεν εις το στρώμα να ξαποστάση. Και λέγει εις τον υιόν του, τον μοναχογυιόν του, τον Μοναχάκην. — Να σε ιδώ, βρε!
Οι περιεστώτες έμειναν εκστατικοί εις τούτο το θέαμα και όλοι έντρομοι ελόγιασαν πώς να του έπεσεν αποπληξία. Εδόθησαν όλοι οι άνθρωποί του εις τα κλάμματα και εις τες φωνές διά τον θάνατον του αυθέντου των· όλη η χώρα εγέμισεν ευθύς από βρυγμόν και κλάμματα διά τον εξαφνικόν θάνατον του ευεργέτου τους, και εφώναζαν ωσάν να είχαν χάση τον ίδιόν τους πατέρα.
Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα είδα, απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον εξετάσω με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς λουτρούς αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου τον έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας μου και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην δεξίωσιν.
Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν 'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• «Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν