United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διηγούνται ότι είς τινα μάχην ο Πελοπίδας, λαβών επτά πληγάς, έπεσεν εντός σωρού πληγωμένων. Αλλ' ο Επαμεινώνδας, αν και εθεώρει φονευμένον τον επτάκις ήδη πληγωθέντα Πελοπίδαν, τρέχει όμως αμέσως προς υπεράσπισιν του σώματος και των όπλων του συμπολίτου και συστρατιώτου του.

Ρίγος έπεσεν επί πάντας αυτούς καθώς ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς, και ευχαρίστησε τω Θεώ επί τη επικειμένη κυρώσει της δεήσεώς Του. Και τότε, υψώσας εις τους καθαρωτάτους τόνους την φωνήν εκείνην της φοβεράς εξουσίας, και εκφέρων, ως σύνηθες παρ' αυτώ εις τοιαύτην ευκαιρίαν, τας συντομωτάτας φράσεις, έκραξε: &«Λάζαρε, δεύρο έξω!»&

Και τον καιρόν που εδόθη η απόφασις ο Αμπτούλ έπεσεν εις τα ποδάρια του Καλίφη, παρακαλώντάς τον να του αφήση την ζωήν λέγοντάς του, πώς ο παιδεμός του θέλει είνε αρκετός εις το να τον βλέπη εις τιμήν, και αυτός να ευρίσκεται εις καταισχύνην.

Ας ελπίσωμεν ότι οι θλιβεροί εκείνοι χαρακτήρες θα εβασάνισαν τας ψυχάς αμφοτέρων μέχρι θανάτου. Τι απέγεινε τότε η κεφαλή του Βαπτιστού δεν γνωρίζομεν. Η παράδοσις λέγει, ότι η Ηρωδιάς διέταζε να ριφθή ο ακέφαλος κορμός προς εδωδήν εις τους κύνας. Αλλ' έπεσεν επ' αυτήν ταχεία η εκδίκησις.

Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο· πάλι το έρριξε κάτω νεκρό. — Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω. Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο τιμόνι με όλη του τη δύναμι.

Έπεσεν ο ένας πυροβολισμός! εκινήθησαν μίαν στιγμήν αι εκτεταμένοι πτέρυγες, έπειτα κατέπεσε το πτηνόν βραδέως και εφαίνετο σαν να επρόκειτο με το μέγεθός του και με τας ευρείας εκτεταμένος πτέρυγάς του να γεμίση όλην την χαράδραν, και κατά την πτώσιν του να συμπαρασύρη και τους κυνηγούς. Ο αετός εβυθίσθη εκεί κάτω εις το βάθος· κλάδοι και θάμνοι έσπασαν κατά την πτώσιν του πτηνού.

Αλλ' έμελλε λοιπόν να τελεσθή γάμος υπό τας όψεις του, τόσον ευκόλως και προχείρως; Ο Μάχτος ησθάνθη φρικώδη οδύνην, Μη είνε η Αϊμά; είπε καθ' εαυτόν. Την έννοιαν ταύτην δεν ηδυνήθη να μεταβάλη εις λέξιν, την λέξιν δεν ίσχυσε να εκφέρη εις κραυγήν, και ο πέπλος αυτομάτως έπεσε. Το βλέμμα του νέου έπεσεν αρπακτικόν επί της μορφής εκείνης. Φρικώδες! Ήτο η Αϊμά. Δεν ηπατήθη.

Ο δε ξένος έπεσεν επί της κλίνης, διαλογιζόμενος την προς αυτόν φιλοφροσύνην του πτωχού οικοδεσπότου, την προς τα τέκνα του τρυφερότητά του, την ανησυχίαν του διά την πάσχουσαν σύζυγόν του, την καθαριότητα και τάξιν της πτωχής καλύβης, και τον ήσυχον ύπνον των έξ πλησίον του αθώων παιδίων.

Είδον επίσης επί τινας στιγμάς φρίκης και παραληρήματος την αόριστον και σχεδόν ανεπαίσθητον κυμάτισιν των σκούρων παραπετασμάτων, τα οποία εκάλυπτον τους τοίχους της αιθούσης. Την στιγμήν αυτήν το βλέμμα μου έπεσεν επί επτά μεγάλων κηροπηγίων της τραπέζης. Μου εφάνησαν πρώτα-πρώτα ότι ενεσάρκωναν την επιείκειαν, ως λευκοί άγγελοι, οι οποίοι μου έφερναν την σωτηρίαν.

Ο βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά του παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη αλλέως παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε αποφύγει τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον μισευμόν σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να αποθάνη.