Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Αίφνης όμως ενεφανίσθη ενώπιόν των ο Αρίων με τα αυτά ενδύματα τα οποία εφόρει ότε έπεσεν εις την θάλασσαν· τότε οι ναύται μείναντες εκστατικοί δεν ηδυνήθησαν να αρνηθώσι το αποδιδόμενον εις αυτούς έγκλημα. Τοιαύτη είναι η διήγησις των Κορινθίων και των Λεσβίων, και σώζεται ακόμη εις το Ταίναρον μικρόν άγαλμα χάλκινον παριστών τον Αρίωνα· άνθρωπον καθήμενον επί δελφίνος.

Και ητένιζεν αυτήν με βλέμμα φοβισμένον, αισθανομένη καθ' όλον αυτής το σώμα την ανατριχίασιν εκείνην του βλέποντος προ αυτού οστούν φοβερού θηρίου. Ευθύς η φαντασία της επανέφερεν εις αυτήν την ημέραν κατά την οποίαν αναισθητούσα σχεδόν, έπεσεν εις τας αγκάλας του Μήτρου.

το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον, ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195 και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου, μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του. δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι· μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέτην γη να μείνουν 200 τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει·ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».

Κι άρπαζε πολλά κοπάδια, πολύ σιτάρι και κρασί, επειδή μόλις είχε τελειώσει ο τρύγος· μα κι ανθρώπους όχι λίγους, όσοι απ' αυτούς δουλεύανε στα χτήματα. Έπεσεν επάνω και στης Χλόης και του Δάφνη τα υποστατικά· κι αφού βγήκεν έξω, άρπαζεν όσα έβρισκεν εμπρός του.

Ο Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα, εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν, εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν· έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη.

Εις αυτό το αναμεταξύ ο Καλάφ ερώτησε την γραίαν περί των ηθών του τόπου, πόσον λαόν περιέχει, και άλλα· τέλος πάντων η ομιλία τους έπεσεν επάνω εις τον βασιλέα της Κίνας.

ΠΟΛ. Αυτή, Λυκίνε, θα είνε θαύμα ωραιότητος, όπως την περιγράφεις, και κάτι τι θείον το οποίον έπεσεν εξ ουρανού. Τι δε έκαμνεν όταν την είδες; ΛΥΚ. Εκράτει βιβλίον κατά το ήμισυ τυλιγμένον και εφαίνετο ότι μέρος αυτού είχεν αναγνώση και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν του επίλοιπου.

Μεταξύ των ήτο μία όρνιθα με άσπρα πτερά και κοντά ποδάρια, η οποία έκαμνε πάντοτε τα αυγά της με όλην την τάξιν και ήτο πολύ καθώς πρέπει όρνιθα. Όταν επήδησε και αυτή εις έν ξύλον διά να κοιτάση, εξύσθη με την μύτην της και της έπεσεν έν μικρόν πτερόν. — Πάγει και αυτό, είπεν. Όσον μαδούν τα πτερά μου τόσον ευμορφαίνω. Αυτά τα είπε χωρατά, διότι ήτο πολύ αστεία, αν και πολύ καθώς πρέπει όρνιθα.

Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.

Με όλον που ακόμη ο Καλίφης δεν το επίστευε, δεν άφησε να βεβαιωθή· έστειλεν ευθύς το σκλαβόπουλο με ένα δούλον διά να του τον φέρουν έμπροσθέν του, οι οποίοι πηγαινάμενοι τον ηύραν ακόμη, που εκάθονταν εις τον ίδιον τόπον. Το σκλαβόπουλο ωσάν εβεβαιώθη καλά πως ήτον αυτός, έπεσεν εις τα ποδάρια του Αμπτούλ και του τα εφιλούσεν.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν