Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα! Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του. Ξεκινήσανε.

Με επήρε λοιπόν υποκάτω εις την επίσκεψίν του, και με ένδυσε κατά την συνήθειαν των τζοχανταρέων και μου ερμήνευσε τον τρόπον πως έχω να μεταχειρισθώ την δούλευσίν μου· με έβαλε την άλλην ημέραν εις τον αριθμόν των τζοχανταρέων του οντά του βασιλέως, και εις ολίγον καιρόν έκαμα τιμήν του βασιλέως.

Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα. Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις.

Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης.

Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του υιού του, είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ώ εισήρχοντο εις τον λιμένα, να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα συνετρίβοντο και τα δύοθλιβερόν θέαμα — κ' εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την σύγκρουσιν.

Πώς στην αρχή γοητεύθηκε από την παράξενη αυτήν αμαρτία δεν μας το λέει· και το ημερολόγιο, όπου σημείωσε προσεκτικά ταποτελέσματα των φοβερών πειραμάτων του και των μεθόδων, που έβαλε σ' ενέργεια, είναι δυστυχώς για μας χαμένο.

Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησ' όξω. 325 Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του, της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, 330 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.

Οι χάρες του ακουστήκανε ως τα πιο μάκρυνα βασίλεια και πλούσιοι βασιλιάδες, από στεριά και θάλασσα, στέλνανε προξενιές στο γέρο βασιλιά για το χαριτωμένο τον υγυιό του. Μα το βασιλόπουλο δεν έβαλε ποτέ αγάπη με το νου του, τα μάτια του ποτέ δεν τάρριξε απάνω σε κοπέλλα κ' έλειπε πάντ' από τα πανηγύρια και τα ξεφαντώματα του παλατιού.

Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλετην κεφαλήν καλύπτρα. 545 τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα, και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα• «πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου• ας πάμε• η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο». είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. 550

Ο μελαχροινός κύριος ευχαρίστησε τη γυναίκα μ' ένα γλυκό χαμόγελο, έφερε τους μενεξέδες στα χείλη του με μια βαθειάν αναπνοή που έμοιαζε σαν αναστεναγμός κ' έπειτα τους έβαλε με προσοχή στην κουμπότρυπά του. Στο στρίψιμο του δρόμου η γυναικούλα έγνεψε στον οδηγό.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν