Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Πώς τον λυπηθήκαμε τον καϋμένο τον Ολλαντέζο. Τι καλός εκκλησιάρχης! Έβαλε τα παιδιά σε τάξι. — Χτυπιά που την έφαγε, παρετήρησεν έτερος, σα δεν σκοτώθηκε!

Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μαςέβαλε τας φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.

Το βασιλόπουλο, πρώτο και καλύτερο, ζώστηκε τα χρυσά του τάρματα, άφησε τους λόγγους και τις ρεματιές, σέλωσε το άσπρο τάλογό του και ξεκίνησε μπροστά απ' τα παλικάρια να σώση την όμορφη τη χώρα του, που κινδύνευε από δική του αιτία. Πήρε την ευχή του γέρου του πατέρα του, πήρε και την ευχή της γρηάς βασίλισσας, έβαλε φτερά στα πόδια του και χάθηκε σαν την αστραπή.

Ο Μαλαματένιος έκαμε να σηκωθή από τη θέση του· μα τον πρόλαβε η Ελπίδα. Μ' ένα αντροπήδημα τινάχτηκε όξω κ' έβαλε ολόχαρες φωνές : — Μπα, καλώς τους! καλώς ήρθατε. Για τούτο λοιπόν σπάρναε σήμερα το μάτι μου; — Καλώς κοπιάζετε στο φτωχικό μας· είπε κι ο Μαλαματένιος, βγάζοντας το φέσι του· καλορροίζικο το κίνημά σας.

Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320 εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος, κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.

Και το πρόσωπό του πράγματι ήταν χλωμό σαν πεθαμένου, τα χείλη του γκρίζα και ένα τρέμουλο συντάραζε τον αριστερό του ώμο, έτσι που ο Έφις τρομαγμένος έβγαλε από την τσέπη ένα γυάλινο σωληνάριο, άδειασε στην παλάμη του δυο χάπια κινίνου και του τα έβαλε στο στόμα. «Κατάπιε τα. Έχεις μαλάρια

Όπως τόμαθα υστερώτερα, δηλαδή σα βγήκε το γράμμα μουγιατί έβαλε και μια σημείωση, στην αρχή, μαζί με το γράμμα μου, η «Εφημερίδα» — ο κ. Α. Γ. Η., που λέει τάρθρο μου, είναι ο κ. Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης. Καμιά ιδέα, κανένα σκοπό να τον πειράξω δεν είχα. Όσα έλεγε τότες, πόσοι δεν τα ξαναείπαν κατόπι, και με τι ύφος και με τι χοντροβρισιές! Ο κ.

Ερχόμενος το λοιπόν εις εκείνον τον πλούσιον χοντζερέ, με έβαλε και εκάθισα εις ένα θρονί· ομοίως και αυτή εκάθησε πλησίον μου, και άρχισε να με ερωτά ποίος ήμουν. Εγώ της εδιηγήθηκα με όλην την αλήθειαν την ιστορίαν μου και την εκατάλαβα που έλαβε σπλάγχνος διά την κατάστασίν μου· και από την ευσπλαγχνίαν που μου έδειχνεν, εκατάλαβα πώς ήτον μεγάλης και γενναίας καρδίας.

Αλλ' ενόμιζε πλέον ότι η Αρφανούλα έβαλε γνώσιν, ότε την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς ελθών να χαιρετίση την ανεψιάν του διά τα Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει και ητοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια και αθύρματα πολλά, σωρόν μεγάλον. Ο Σπύρος έλειπε. — Τι είν' αυτά Αρφανούλα; ηρώτησεν ο θείος της. Κάτι πολλά δώρα θα κάμης εφέτος.

Είπε ότι το έδωσες εσύ στο αφεντικό της. Στο σπίτι ήταν η θεία Ρουθ και η θεία Νοέμι, ενώ η θεία Έστερ είχε πάει στις παρακλήσεις. Πήραν το καλάθι, ευχαρίστησαν την υπηρέτρια και της έδωσαν και φιλοδώρημα. Μετά όμως η θεία Νοέμι λιποθύμησε. Η θεία Ρουθ όμως την πέρασε για νεκρή και έβαλε φωνή.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν