Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Είπε, κι' ο Άρης τ' όμορφο της έδωκε ζεβγάρι. Έτσι στ' αμάξι ανέβηκε με την καρδιά κλαμένη, και δίπλα η ανεμόποδη θεά τα πλούσια γέμια 365 παίρνει στα χέρια, και χτυπάει τα δυο φαριά να τρέξουν. Κι' αφτά πετούσαν πρόθυμα. Έτσι σε λίγο φτάνουν στο χιονοσκέπαστο Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια. Εκεί η θεά τα σταματάει, τα λει και τα ξεζέβει, και την αθάνατη ταγή τούς έβαλε να φάνε.
Πήρε μαζύ του, εκτός από τον Γκορνεβάλη, εκατό ιππότες από μεγάλες γενιές, διαλεγμένους μέσα στους πειο αντρείους, και τους έβαλε και φόρεσαν κοντοκάπια και μαντύες από χοντρά πρόστυχα πανιά, ώστε να μοιάζουν με εμπόρους. Αλλά κάτω από τη γέφυρα του καραβιού έκρυβαν της πλούσιες στολές από διάχρυσο ύφασμα, βελούδο, και πορφύρα, που αρμόζουν στους απεσταλμένους ενός Βασιληά ισχυρού και μεγάλου.
Η Αροούγια ευθύς εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν.
Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.
Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι 310 έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του, έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια. Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι. Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω· Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα μετρούσαν την απόσταση.
Όταν μαφήκε να γυρίση στο χωριό, μούπε: — Και δε θα μου κάμης εδά, Γιωργιό, κιαμιά παραγγελιά για το χωριό; Δε θα πω χαιρετίσματα σε κιανένα; — Σόλους να πης, τούπα ανόρεξα. — Και σε κιαμιά ψυχή ξεχωριστά; ξαναρώτησε με πονηρό χαμόγελο. Κύμα θυμού ανέβηκε στο λαιμό μου. Μου φάνηκε πως αυτός ο χωριάτης έβαλε τα χοντρά και λερωμένα χέρια του στην καρδιά μου και βεβήλωσε τάγια των αγίων.
Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν απόφασιν.
Τότε πρώτα να χωρίσης εις δύο το καρύδι, και έπειτα να κτυπήσης. Το ενόησες; Μη με παρακούσης! Συνηθισμένη η Φωτεινή να υπακούη τους μεγαλύτερους της, έβαλε το καρύδι εις την τσέπην της. Το δειλινό εστάθη να δώση να φάγουν αι όρνιθές της και εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά.
Τους έβαλε ανάγνωσιν από τον «θησαυρόν» του Δαμασκηνού, οπού υπάρχει περίληψις λαμπρά, εις απλήν γλώσσαν, από τον περίφημον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου «Χριστός γεννάται δοξάσατε!» Και ευχαριστήθησαν όλοι, ιδίως «οι ταλιαγρήται», οι εργάται των ελαιοτριβείων. Τους έψαλε και τον πολυέλαιον κατόπιν καλογερικά, φίλε μου.
Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη, κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν