Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Στην αρχή ο Ιστένε έσκυψε το κεφάλι μέχρι που το έβαλε σχεδόν ανάμεσα στα γόνατα, έπειτα ανασηκώθηκε, άρπαξε τα πόδια του επιτιθέμενου και τον τράνταξε ολόκληρο, μη μπορώντας όμως να τον ρίξει κάτω του δάγκωσε το γόνατο. Δε μιλούσαν και η σιωπή τους έκανε τραγικότερη τη σκηνή.
Τώρα η Βασίλισσα τόσο είχε αδυνατίσει, που το δαχτυλίδι εβγήκε χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. Στη θέσι του ο Βασιληάς έβαλε το δαχτυλίδι που του είχε χαρίσει άλλοτε η Βασίλισσα.
Αληθινά, χωρίς να το καλοσυλλογιστή, με βία, επήγε και του έκαμε το έγγραφο το «οικονομικό», κ' έβαλε δύο μαστροχαλαστήδες μισομεθυσμένους, ένα κοντόγιορτο, κι' άρχισαν να κατεβάζουν τα κεραμίδια...
Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλιμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ' έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, διά της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν εις το μάνδαλον και απήλθεν.
Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό.
Ημείς θέλομεν ξεδικηθή, μου έλεγεν· ο φίλος μας που ενόμιζε να γένωμεν παίγνιον εις τον κόσμον θέλει γένη αυτός μύθος της χώρας. Και κατά αλήθειαν ευθύς που η Ζεμπρούδα εμίσευσεν από τον κριτήν, αυτός έστειλεν ένα μουχξούρι εις το σπήτι του Ουστά Ομάρ, και τον έκραξε διά να έλθη εμπροστά του. Ο βαφιάς ήρθεν όλος τρεμάμενος έμπροσθέν του τον οποίον βλέποντας ο κριτής, τον έβαλε να καθήση κοντά του.
Έβαλε πλώρη κατά το λιμάνι Η καταχνιά είχε αρχίσει να σκορπίζεται ολόγυρα, ο ήλιος ροδοχρύσωνε τα κύματα, πνοή δε φύσαγε από πουθενά κ' η ψαρόβαρκα έσχιζε ράθυμα τα κοιμισμένα νερά, σέρνοντας πίσω της το ασπρειδερό κουφάρι, με τα σκόρπια κάτασπρα μαλλιά, που φαντάζανε σαν ανάλαφρος αφρός απάνω στην καταγάλανη πλατωσιά, καθώς τα χάιδευε και τα γαργαλούσε η συρμή του νερού.
Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου. Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε». — Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.
Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.
Ανεκάθισεν ωχρά εκ του τρόμου της δεινής καταπτώσεως, με λευκά τα χείλη εκ της λιποψυχίας, με οφθαλμούς απλανώς βλέποντας, ως βλέπει εκείνος όστις εκ της ζάλης θεωρεί στριφογυρίζουσαν την γην ως σφονδύλιον, με λυτήν την μαύρην της κόμην, της μανδήλας τη παρασυρθείσης υπό των κλάδων του δένδρου εν τη πτώσει, κ' έβαλε τώρα κραυγήν οξυτέραν, διότι τώρα ησθάνετο της πτώσεως το βαρύ αποτέλεσμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν