Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτη — πάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μου — την όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της.
Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύο — τρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.
— Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου...
Του εξήγησα σε λίγες λέξεις τις φρικαλεότητες, που είχα υποστή και ξανάπεσα λιπόθυμη. Μ' έφερε σ' ένα γειτονικό σπίτι, μ' έβαλε στο κρεββάτι, μούδωσε να φάγω, με περιποιήθηκε, με παρηγόρησε, μου έκαμε διάφορες κολακείες και μούπε πως δεν είδε ποτές τίποτε τόσο ωραίο σαν κ' εμένα και πως ποτέ δε λυπήθηκε τόσο, που έχασε αυτό, που κανείς δε μπορούσε να του το ξαναδώση.
Η Αφέντρα εκένωσεν εις έν πινάκιον μέρος των λαχάνων κ' έβαλε τα δύο παιδία να φάγωσι, βεβαία ούσα ότι, άμα έτρωγον, θα εκοιμώντο αμέσως, και «διά να λείψη ο μπελάς τους και διά να ξυπνήσουν πρωί». Ο Μανώλης πρώτος, αφού έφαγε πρότερον τα αμύγδαλα, τα οποία του είχε δώσει η μάμμη του, και ύστερον εμάσσησε και δύο περονιαίς χόρτα, έκλεισε τα όμματα και απεκοιμήθη καθήμενος.
Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχως δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κ' έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ' ό ανομοίου κλίσεως και προορισμού.
Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ!
Η γρηά-Συνοδιά έβαλε τέλος τας χείρας εις τους κόλπους της κ' εξήγαγεν αυτήν πλήρη αμυγδάλων και λεπτοκαρύων, τα οποία εμοίρασεν εις τα δύο παιδία. Εξεδίπλωσε και την μαύρην καινουργή φουστάναν της, και εντός αυτής ευρέθη παραδόξως προσόψιον φέρον τυλιγμένον μικρόν ευώδες χριστόψωμον, το οποίον επρόσφερεν εις την κόρην της ειπούσα· — Καλή χρονιά.
Οκτώ ημέρας ύστερον Θωμάς ο Δίδυμος έβαλε τους δακτύλους του εις τα τραύματα του Κυρίου, εψηλάφησε την πλευράν του και είτα έπεσεν εις τους πόδας του λέγων: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Και εκείνος απεκρίθη: «Ότι με είδες, Θωμά, και επίστευσας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Ο Βινίκιος ήκουε.
Εχτρός όμως πολύ μεγαλήτερος του Ίλλου στάθηκε η Βερίνα. Όταν έγινε Ύπατος ο Ίλλος κ' έχτιζε Αυτοκρατορική Στοά , εκεί που επιστατούσε παρατήρησε ένα «Σχολάριο» Αλανό και τριγύριζε με σπαθί στο χέρι. Τον υποψιάζεται, και με βασανισμούς τον αναγκάζει κι ομολογεί πως ο Έπαρχος ο Επίνικος τον έβαλε να τονέ σκοτώση. Το λέει του Αυτοκράτορα και τον ξορίζει αμέσως ο Ζήνωνας τον Επίνικο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν