United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρασε πολλή ώρα όσο να λυθή η σιγή κι άμα λύθηκε, δε λύθηκε με λόγια. Η γυναίκα μου άπλωσε μόνο το χέρι της σε μένα και μ' έσυρε στον καναπέ. Έπεσε στην αγκαλιά μου κ' ένα μακρύ αναφυλλητό, που φαινότανε πως έβγαινε από το ίδιο στήθος, μας συγκλόνησε και τους δυο. — Πόσο σε λυπούμαι! ψιθύρισε. Πόσο σε λυπούμαι! — Εμένα; Ξαπολύθηκα από αυτή και την κοίταξα.

Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη, και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον.

Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.

Άκουσε τι σκέφτηκα· είπε. Τώρα μεις μπήκαμε σ' ένα δρόμο· ψηλάχαμηλά περνούμε. Μιλούμε για το μέλλον· μέλλον είνε το αύριο· μα είνε και το μεθαύριο. Εγώδε στο κρύβωμεγάλο φόρτωμα πήρα στον ώμο μου κι ο δρόμος είνε μακρύς, μακρύς κι ανηφορικός! Η κόρη χαμογέλασε· άπλωσε το μεστωμένο χέρι της και του χάιδεψε το μέτωπο. — Από τώρα δείλιασες; του ψιθύρισε σκύβοντας απάνου του ανήσυχα.

Δεν τα καταφέρνεις και τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες; — Όχι. — Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,, Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας απάνω του μαζεύονται.

ΑΔΜΗΤΟΣ Τότε, αν θέλης, μόνος σου οδήγησε την μέσα. ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι· εγώ στα χέρια σου θα σου την παραδώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν την αγγίζω. Μόνη της μπορεί να μπη στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Στο χέρι σου το δεξιό μπορώ να σου την δώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Πολύ με βιάζεις κάτι τι να κάμω που δεν θέλω. ΗΡΑΚΛΗΣ Μην την φοβάσαι. Άπλωσε το χέρι να την πιάσης.

Κι όταν πέθανε αυτό, έσκυψε κείνος αποπάνω μου περσότερο από πριν, άπλωσε τα μελανά φτερά του απάνω από το σπίτι μου και δεν έφυγε πριν αρπάξει από με και τους δικούς μου εκείνη που μας είταν πιο ακριβή απ' όλα στη ζωή, γιατί μας είταν πιο ακριβή από τη ζωή την ίδια. Σηκώθηκα και κοίταξα όξω. Ακροάστηκα την αναπνοή της και δεν μπορούσα να πιστέψω πως είταν ξαπλωμένη εδώ κ' έμελλε να πεθάνη.

Αγκάλιασε λοιπόν το άγαλμα και θέλησε να το σηκώση. Κ' εκείνο όμως ήταν βαρύ, πολύ βαρύ για τα χέρια του. Μα η επιμονή και τι δεν κάνει; Έδωκεπήρε, κατώρθωσε να το σηκώση στην αγκαλιά του. Μόλις όμως θέλησε να κάμη δυο βήματα άρχισε να τρικλίζη κι άπλωσε το χέρι στον τοίχο να κρατηθή. Μα δεν άδραξε παρά μιαν άκρη από το κέντημα.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.

Είταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και με χοντρά χέρια. — Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο υπενωμοτάρχης. Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.