Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Τον καιρόν που ο Καλίφης έκανε τέτοιους λογισμούς κατ' επάνω του Αμπτούλ και του Βεζύρη του, έφθασεν εις το κονάκι του· και εκεί έμεινεν εκστατικός γιατί το βρήκε στολισμένον με διάφορα πευκιά της Περσίας και άλλα πλούσια στρωσίδια, με έναν αριθμόν από σκλάβους και δούλους, από άλογα, μουλάρια και καμήλια, γεμάτη η αυλή· και έξω από αυτά είδεν εκεί το χρυσούν δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι και την σκλαβοπούλαν με το τζιβούρι.
Κ’ οι γυναίκες σκλαβωμένες, ωιμένα, νιές και γριές σαν τ’ άλογα να τις τραβούνε απ’ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα. Κ’ είν’ η πόλις όπου αδειάζεται όλη αντάρα και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλούνε. Βαρειές τύχες που προβλέπω με τρομάρα! Κ’ είναι κλάμα, να τις βλέπης κορασίδες νιόκοπες, πριν απ’ την τίμια τη χαρά τους ν’ αποστείφουνται, ωιμέ, σαν αγουρίδες την ξυνή ωμοτρύγητες δροσιά τους.
Ο αμαξηλάτης κάθησε στη θέση του, πήρε τα λουριά και το καμουτσίκι στα χέρια του και φώναξε καμαρωτός και δυνατά: «Ντε!, ντε!» Τ' άλογα τράβηξαν αγάλι' αγάλια, η σούστα κουνήθηκε, τ' αντρόγυνο απόμεινε εκεί, ο ένας στο πλάι του άλλου, γελαστοί, ευχαριστημένοι κατάκαρδα με κάποια λάμψη περηφάνειας στα μάτια τους, για τη μεγάλη εκείνη τιμή της κόρης τους.
Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησε 'ς της ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.
Έπειτα κούνησε συλλογισμένος το κεφάλι του και χαμογέλασε πονηρά. — Που θα πη, κυρά μου, είπε στην αξίνα του, και συ και το κορίτσι βρήκατε σήμερα τον αφέντη σας. Ήλιος λοιπόν στο γέρο Μαλαματένιο. Έρριξε την αξίνα στον ώμο του και τράβηξε το δρόμο του σιγοτραγουδώντας: Τούρκοι, κρατείτε τ' άλογα λίγο να ξανασάνω... Ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος ετοιμάζονται σήμερα για ταξείδι.
Κι' αφτοί όλοι αντάμα στ' άλογα το καμοτσί σηκώνουν και τα βαρούν, και σκούζοντας τους φώναζαν να τρέχουν με θάρρος, κι' όλα αβάσταχτα πετούσαν μες στον κάμπο πέρα απ' τα πλοία σαν αητοί, ενώ ως στα ύψη η σκόνη 355 κάτου απ' τα πόδια ανέβαινε σα σύγνεφο ή χαμψίνι, και με το χνώτο τ' αγεριού ανέμιζαν οι χαίτες. Κι' οι άμαξες μια αγγίζανε τη γης τη θνητοθρόφα, μια σηκωτές αρμένιζαν.
Και οι ώρες και οι μέρες περνούσαν και ο Έφις μέσα στις παραισθήσεις του ονειρευόταν ότι περπατούσε, περπατούσε με τους τυφλούς μέσα από τις κοιλάδες και τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, και ονειρευόταν τα πανηγύρια, τα χρήματα που έπεφταν μπροστά του, τις φιλάνθρωπες γυναίκες, τα όμορφα παλικάρια επάνω στα ατίθασα άλογα που έτρεχαν στην πλαγιά του Βουνού και που από μακριά του έριχναν νομίσματα και προσβολές.
Είπε, κι' αμέσως βάρεσε τ' ασπρότριχα άλογά του με κροτολάλο καμοτσί· κι' αφτά πονώντας, πήραν και τράβηξαν στα τέσσερα τ' αλαφροδρόμο αμάξι νεκρούς πατώντας κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 535 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.
Κι' οι άλλοι σε λιγάκι κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους. 275 Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει «Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα, λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα· μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα!»
Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι. Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο, αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα, 865 τι του διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του, δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν