Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Και ευθύς εκαβαλίκευσαν τα άλογά τους και επήραν μίαν στράταν παράμερον αγνώριστοι, και όλην την ερχομένην ημέραν επεριπάτησαν έως που ενύκτωσε· και εκείνην την νύκτα εκοιμήθησαν εις ένα δάσος, και όταν εξημέρωσε πάλιν ακολούθησαν τον δρόμον των έως το μεσημέρι, οπού έφθασαν εις ένα λιβάδι σιμά εις την θάλασσαν, και έμειναν υποκάτω εις ένα δένδρον διά να αναπαυθούν από τον κόπον, και άρχισαν να συνομιλούν διά την ασέλγειαν των γυναικών των.
Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμι — του κόπηκε η καρδιά μαθές — και του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.
Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμιά πετούσαν. 530
Γοργά » Τ' άλογα χλιμηντρίζουν » Κι' αγρεύουνε ταις χαίταις των, » Που λες κ' έρχεται κύμα.» « Μπροστά, μπροστά ερχόντανε » Ολόμαυρη πεζούρα· » Τσιάμιδες Γκένγκαι, Αλβανοί » Τότσκιδες, Σκοδριάνοι. » Παρά κοντά τους ιππικό » Αμέτρητο. Στο χάνι » Φθάνουν σιμά και ρίχνονται, » Φωνάζουν Γιούρρα!! . Γιούρρα!!
Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος 395 πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο, και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας ανέβηκε — άμα οπλίστηκε — στ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.
Θέλω να φύγη απ' εδώ αμέσως ο Ρωμαίος· ειδέ, αν μείνη κ' ευρεθή, θα ήν' υστερινή του η ώρα οπού ευρεθή! — Το πτώμα του Τυβάλτη σηκώσατέ το απ' εδώ, κι’ ας γείνη όπως λέγω. Όποιος φονέα συγχωρεί, τον φόνον προστατεύει! Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πίσω 'ς του Φοίβου την σκηνήν γυρίσετε τρεχάτα, ω άλογά του σεις γοργά, φλογοκαλιγωμένα!
Ο αρχηγός λοιπόν ήτο υποχρεωμένος εν καιρώ πολέμου να προμηθεύη το έκτον μέρος μιας πολεμικής αμάξης, ώστε να είναι δέκα χιλιάδες τοιαύται· δύο ίππους και δύο ιππείς, προς τούτοις δε έν ζευγάρι άλογα της αμάξης χωρίς την άμαξαν· ένα πεζόν πολεμιστήν με μικράν ασπίδα· ένα αμαξηλάτην, ο οποίος να ιππεύη τα δύο άλογα της αμάξης και να τα διοική· δύο δε πεζούς στρατιώτας βαρειά ωπλισμένους και δύο τοξότας και δύο σφενδονήτας, γυμνούς δε στρατιώτας και πετροβολιστάς και ακοντιστάς από τρεις, από τέσσαρας δε ναύτας εις καθέν από χίλια διακόσια πλοία.
Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει... 790 και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια. 792 Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε 806 τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων, του Πάνθου ο νιος ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά ποδάρια· που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει 810 κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.
Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με στεναγμούς και κλάμα 20 «Ω αδέρφι, του Πηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, συμπάθα· τι άγρια το στρατό φουρτούνα συνεπήρε. Τι όσοι είταν πριν οι πιο καλοί, από σαΐτες όλοι κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, 25 έφαγε κονταριά κι' ο γιος τ' Ατρέα ο Αγαμέμνος· κι' έχει αρπαγμένα στο μερί σαΐτα ο γιος του Βαίμου.
Πώς ζέβεις βόδια ασερνικά μεγάλα κουτελάτα 495 και τρίβεις σταροκρίθαρο σε μαρμαρένια αλώνια, κι' εφτύς λιανό όλο γίνεται απ' των βοδιών τα πόδια· έτσι και τ' άπιαστα άλογα του ξακουστού Αχιλέα νεκρούς πατούσαν κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 500 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν