United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα.

Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Και ούτω η κατά Θεόν πολιτεία την οποίαν ο Χριστός εκόσμησε κ' εκάλλυνε διά της Παρουσίας Του και του πρώτου θαύματός Του εν Κανά της Γαλιλαίας προεικονίζει την μυστικήν ένωσιν του Χριστού και της Εκκλησίας Του· και το κοινόν στοιχείον το οποίον θαυμασίως μετέβαλεν εις οίνον αποβαίνει τόπος της ζωής μας μεταμορφωμένης κ' εξευγενιζομένης διά των προσδοκιών της ουρανίου ευφροσύνης· τύπος του οίνου τον οποίον Εκείνος θα πίη καινόν μεθ' ημών εν τη βασιλεία του Πατρός.

Ναι, έλα Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά και οι άλλοι ναύτες. — Εγώ να σας πω, ναι· άρχισεν ευθύς εκείνος ξαναβρίσκοντας την ευθυμία του· κι' αν δεν σας λέγω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· τις κάνουν τα στοιχειά. — Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! εφώναξεν αναμπαιχτικά ο θερμαστής.

Το μικρόν ξυλοκάνατο, που είχεν εις το πλευρόν του, δέκα φοράς το εγέμισε δροσερού νερού από του μεγάλου βαρελιού και το εκένωσεν εντός του· δίψα άσβεστος, ικανή να στειρεύση ολόκληρον ποταμόν, τον κατεφλόγιζεν· εν τη παραζάλη του ενόμιζεν ότι ήκουε παφλασμούς ποταμού κ' έβλεπε βρύσεις πολυαρίθμους και πολυκρούνους με τα κατάργυρα και αφρώδη νερά των· το στόμα του ήτο πικρόν, η γλώσσα του ξηρά και χολώδης. . . Ούτω αγωνιών διήλθεν όλην την νύκτα μέχρις ου οι βλάχοι ήρχισαν να εγείρωνται.

Είχεν απέλθη προς τους Αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οτρύνων αυτούς και παροξύνων διά της εμπαθούς σπουδής και ανυπομονησίας του· και είχε πείσει τους προκρίτους των Ιουδαίων να δώσωσιν αυτώ σπείραν συνισταμένη από τους ιδίους υπηρέτας των, από τους φύλακας του Ναού μετά των αξιωματικών των, και από έν απόσπασμα της ρωμαϊκής κουστωδίας υπό τον χιλίαρχόν της.

Είχε την Ολυμπιάδα, χήρα του Βασιλέα της Αρμενίας, παντρεμένη τώρα Ρωμιό, που ακούγοντας την κατακραυγή του Χρυσοστόμου για την απονεσιά του πλουσίου κόσμου έβγαινε και μοίραζε τα πλούτη της αλύπητα σε φτωχούς· είχε την Αράβισσα την πριγκηπέσσα Σαλβίνα, κόρη του Γίλδου, φερμένη στην Πόλη από το Θεοδόσιο, και παντρεμένη κάποιον ανιψιό του· είχε το διάκο το Σεραπίωνα, αγαθόκαρδο μα και λαφρόμυαλο. επειδή αντίς να μαλακώνη τον Πατριάρχη, τον κόρωνε με ταστόχαστα λόγια του· τέλος είχε μαζί του κι όλο το λαό, μεταξύ ζητιάνους κι αυλικούς.

τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτάτην Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχετο σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'πουαυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοιτα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότετον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον τουτην σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 καιτο τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσατα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνοντην πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.

Ο δε βασιλεύς ακούοντας αυτήν την βαρβαρότητα και σκληρότητα του Μωβαβάκ έδωσε διαταγήν να συναχθούν όλα του τα στρατεύματα διά να κινήση κατά πάνω του· μα τον καιρόν που ετοιμάζοντο, ήλθαν είδησις από τους Ναϊμάνους, ότι ο Μωβαβάκ ο θείος μου απέθανεν από μίαν αρρώστιαν και πως εζητούσαν εμένα διά να με ξανακυρώσουν εις τον θρόνον μου.

Τον ητένισε πάλιν, διευθέτησε τας αλύσσους του κιουστεκίου του, το αργυρούν χαϊμαλί του στήθους του· της σαβατλίτικες παλάσκες της μέσης του· τους τοκάδες και τ' αλύσια του ασημοσογιά κ' έστρωσε τας πτυχάς της λερής φουστανέλλας του. Μικρόν κατά μικρόν μήτηρ και υιός εβυθίζοντο εις το σκιόφως της εσπέρας εντός του οικίσκου, χωρίς να το εννοούν και αυτοί.