United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκραξε το λοιπόν την βάγιαν της βασιλοπούλας και ήλθε προς αυτόν, της οποίας της είπε· Σουλταμεμέ, εγώ σου ομολογώ, ότι η γνώμη της θυγατρός μου μού συγχίζει πολύ την ανάπαυσίν μου· όμως πε μου τι είναι η αφορμή που αυτή δείχνεται τόσον εναντία εις την υπανδρείαν; φανέρωσέ μου σε παρακαλώ το αίτιον και μη μου το κρύβης· Από εκείνο που καταλαμβάνω, βασιλέα μου, απεκρίθη η βάγια, την αιτίαν αυτής της εναντιώσεως είναι ένα όνειρον που την έκαμεν.

Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 «κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, 'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμάτο μαύρο πλοίο• εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».

Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180 τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε•

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «μητέρα, ανάγκη μ' έφερετον Άδη να ερωτήσω την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165 τιάκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη, και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα, απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη να πολεμήσω επέρασατην εύιππην Τρωάδα. τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170 μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει• ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη; τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει; την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175 άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον; ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου• με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι, ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη

Ω του Διός γλυκύλαλε χρησμέ, που απ’ το μαντείον το πλούσιον εδιάβηκες στας Θήβας, υπομονή δεν έχω εγώ και ο φόβος με κατέχει, ευσπλαχνικέ θεέ της Δήλου. Γιατί φοβούμαι την θεϊκή αξέχαστην οργή σου° ποιος ξέρει η προσταγή σου ποιο παλαιό να κάμωμε λησμονημένο χρέος ξανά θα μας προστάξη; Πε μου αθάνατη θεά, της Ελπίδος τέκνον, Φήμη. Αντιστροφή α΄

Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει·Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».

Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205 και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα, εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210 όπως και οι δυοτην κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν

Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, και, χάριςτον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα εμπρός και το τόξ' έβαλετα χέρια του γενναίου, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380 «Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385

ΡΕΓ. Βεβαίως κάτι έπαθετον δρόμον ο Οσβάλδος. ΕΔΜ. Κ’ εγώ το υποπτεύομαι. ΡΕΓ. Εδμόνδ' αγαπητέ μου, τι δι εσένα μελετώ να κάμω, το γνωρίζεις. 'Πε μου...αλλά ειλικρινώς, — ειπέ μου την αλήθειαν... Την αδελφήν μου αγαπάς; ΕΔΜ. Την αγαπώεντίμως. ΡΕΓ. Εκείνη σ' έδειξ' έρωτα ποτέ; ΕΔΜ Τι υποψία! ΡΕΓ. Σχέσιν δεν έλαβες μ’ αυτήν ερωτικήν; ΕΔΜ. Ποτέ μου! ΡΕΓ. Ω, την μισώ!

Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύςτην κατοικιά του Άδη• εγώτον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630 τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλατον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640