United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !
Δεν τον ελέγαν Κωσταντή, Σένα δε λεν Χρυσάιδω; — Στην Ξενιτειά δουλεύουνε χιλιάδες Κωσταντήδες, Πε μου κάνα σημάδι του κι' απέ να σε πιστέψω. — Είταν ψηλός, είταν λιγνός, είταν και παλληκάρι, Είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σα γαϊτάνια Είχε φωνή σαν τ' αηδονιού, όταν ετραγουδούσε.. Στο θάνατό του βρέθηκα, κι' εκεί που ξεμαχούσεν Ένα φιλάκι μούδωκε, και μου είπε να στο δώσω. — Ξένε μου σύρε στο καλό μαζύ με το φιλί του... Κάλλια να ιδώ το αίμα μου να τρέχη σαν ποτάμι, Παρά τα μαγουλάκια μου να τα φιλήση ξένος. — Δος μου, Χρυσάιδω, το φιλί, για' είμαι ο Κωσταντής σου.
Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος• του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•
Πότε, για πε μου, εδείχθηκες μάντις αλήθεια; Όταν η Σφιγγοπρόσωπη εδώ ήτον Σφίγγα, και ξωτικά ετραγούδαε τα αινίγματά της, δεν έδινες σωτήριες τις συμβουλές σου° το αίνιγμα ευκολοξήγητο δεν ήτον τότε, ούτε ήτονε του καθενός για να το λύση° μαντείαν εχρειαζότανε που δεν τη βρήκες στους οιωνούς που εξέταζες, αλλ’ ούτε ακόμη θεός κανείς σ’ την έδωκεν.
Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95 'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».
Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο.
Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα• για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ, κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115 με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας, κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση, θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα, ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.
Οι άνθρωποι μαραίνονται ταχύτερ' από τ' άνθη και τους πλακόνει θάνατος, πριν τους πλακώση αρρώστια! ΜΑΚΔΩΦ Περιγραφή ελεεινή και πιστοτάτη όμως! ΜΑΛΚΟΛΜ Τι ήτο το δυστύχημα το τελευταίον, 'πέ μας. ΡΩΣ Εκείνα που συνέβησαν εντός μιας ώρας μόνον κανείς αν έχη να τα 'πή, η γλώσσα του μαλλιάζει. Κάθε στιγμή οπού περνά γεννοβολά και νέα! ΜΑΚΔΩΦ Πώς είνε η γυναίκα μου; ΡΩΣ Καλά!
Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, 535 και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540 και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία».
Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 «Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».
Λέξη Της Ημέρας