Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Πε μου πού θα παντρευτώ! Πε μου πού θα παντρευτώ! Αι φιλενάδες της εκείναι, ψημέναι αυτόχρημα υπό του ηλίου και ξυλιασμέναι υπό της σκληραγωγίας, ελάμβανον πολλάκις τα αβρά της χεράκια εις τα 'δικά των και τα παρετήρουν ως θαυμάσια καλλιτεχνήματα: — Θε μου, η ασπριγιά σου, Μαρούλι! Τινές όμως εξ αυτών ενδομύχως δεν την εχώνευον, το μεν ζηλοτυπούσαι, το δε και μη υποφέρουσαι την έπαρσίν της.
«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι! πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν• και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε 35 την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε• κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία, να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση, ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, 40 άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση. αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου δεν άλλαξε• κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».
Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω, όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80 Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις• εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν, κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.
ΓΟΝΕΡ. Αυτά θα ημπορούσες να μας τα λέγης, το πολύ, εάν τον είχες άνδρα. ΡΕΓ. Φυλάξου, τ' αναγέλασμα μη γίνη προφητεία. ΓΟΝΕΡ. Σιγά, και αλλοιθώριζε το 'μάτι 'που σου το 'πε. ΡΕΓ. Καλά δεν είμαι, ει δε μη, ν' αποκριθώ θα είχα, καθώς σου πρέπει! — Στρατηγέ, πάρε τους αιχμαλώτους και την κληρονομίαν μου και τα στρατεύματά μου κ' εμένα, — όλα πάρε τα, — τα πάντα ιδικά σου!
Λοιπόν παραίτησε και συ, Ρωμαίε, τ' όνομά σου, και δι’ αυτό σου τ’ όνομα, που μέλος σου δεν είναι, εμένα όλην πάρε με. ΡΩΜΑΙΟΣ 'Σ τον λόγον σου σε παίρνω· 'πέ με αγάπην σου, κ' ευθύς μ' εβάπτισες εκ νέου· από εδώ κ' εμπρός εγώ δεν είμαι ο Ρωμαίος. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος ‘ς το σκοτάδι, και χώνεσαι ‘ς τα μυστικά κρυφομιλήματά μου;
Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα 'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65
Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας, αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.
— Πε μου τουλάχιστον τι τον θέλεις, και τότε μπορώ ναποφασίσω. — Αν σου το πω, θα πας; — Θα πάω. — Κάνεις όρκο; — Κάνω. — Λοιπόν άκουσε, είπεν ο Τρέκλας. Και αναλαβών αιφνιδίως ήθος κωμικής σοβαρότητας, είπε· — Το βέβαιον είνε ότι συμβαίνουν σπουδαία πράγματα, και ημείς οι παραμικροί δεν τα καταλαβαίνομε καλά. Η ηγουμένισσα μ' έστειλε να ειδοποιήσω τον &άρχοντα&.
Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185 να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν