United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις άκουγε με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο γόνατο και το πρόσωπο στην παλάμη, όπως τα μικρά παιδιά όταν ακούνε παραμύθια. «Μια μέρα όμως το αποφάσισα και πήγα…» Σιωπή. Το πρόσωπο των δυο αντρών το σκέπασε η σκιά και χαμήλωσαν και οι δυο τα μάτια.

Εγώ μόνο » Ενόμιζα ότι ήμουνα « Θεός του κόσμου όλου. » Ποτέ δεν 'πήγα σ' εκκλησιά » Καιτο τζαμί καθόλου » Δεν επροσκύνησα παρά «'Σ τον κόρο καιτο φόνο.» « Ποιος άλλος απετόλμησε » Να 'βρίση το Θεό του ; » Ποιος άλλος την θρησκεία του, » Την πίστιν του να ρίξη «'Σ τους σκύλους. Καιτα φονικά, «'Σ τα αίματα να πνίξη, » Να πνίξη, τη λατρεία του » Προς τον ανώτερό του

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι. Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο.

Τότες τ' απάντησε ο γερός παλικαράς Διομήδης 145 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια, μα η λύπη αφτή η βαριόκαρδη μου διαπερνάει τα σπλάχνα· μια μέρα ο Έχτορας θα πει μιλώντας μες στους Τρώες 'Κυνήγι το Διομήδη εγώ τον πήγα ως τα καράβια. Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες150

Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε καλά. Στεφ. Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε. Κωστ.

Ας σου πω κ' ένα άλλο: &Σου συφέρει& να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπίζουμε. Κ' η σαπίλλα μας είναι ζωή σου. Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσης λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυτός αέρας τόφερε. Άρχισα να τονε μυρίζω πάλι.

Καλντερίμια βρίσκω και στην Τήνο. Δε λέω για τους δρόμους, γιατί σε κάτι χωριά που πήγα, δεν ήταν και τόση κακοτοπιά. Τα καλντερίμια εδώ έγιναν κρεββάτι, και σε τέτοιο κρεββάτι έπεσα να κοιμηθώ στις τέσσερεις ήμισυ το πρωί, που έφτασα στην Τήνο, αφανισμένος από το ταξίδι. Δεν είτανε στρώμα· είταν ανήφορος και κατήφορος όλο πέτρα.

Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέση κη ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε: Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρης κάτω. Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κύταξα.

Περπατούσαμε πλάγι πλάγι σιγά, σα δυο φίλοι. Φτάξαμε σπίτι με τη νύχτα. Το πρωί πήρα το βαπόρι, ανέβηκα στο Σταβροδρόμι, έτρεξα στου Παβλή. Είταν πια φεβγάτος. Αμέσως πήγα στο Γαλατά, που μπαρκαρίζουνταν, και τον έφερα πίσω. «Να μη φύγης, να μείνηςΚαι φιληθήκαμε και σφιχταγκαλιαστήκαμε. Μίλησα ο ίδιος της μητέρας της και τάσιαξα όλα.. Και την πήρε και τον πήρε. Γράφε μου, γράφε μου, καλέ μου.