United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνοιγε τις τσίπες με τη ματσόβεργα και τάλεγε της Γαρουφαλιάς η μάννα της Αρετούλας. Ως το πρώτο λάλημα παρεστέκουμουν κι ανακάτωνα το κεσκέκι. Περμ. Μωρή καλά και μου είπες για λάλημα πετεινου. Είδες εσύ, λέει, να σηκώνεσαι από το στρώμα και ν' ακούς την όρνιθά σου να κακναρίζη πρωί πρωί! Και να της φωνάζω, κι αυτή όλο να κακναρίζη! Πήγα και την έσφαξα την έρμη πρι να μας έρθη κανένα κακό. Πιπ.

Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να βρης τσι σόγκαιρούς σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα νάσαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά! Όρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κιόταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μείδε να κλαίω πίσ' από ένα δέντρο.

Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας. — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς.

Και στο γύρισμά σου πέρασες από της Βασιλικής; ρωτάει η γριά. — Και πήγα και θα ξαναπάγω. Μισά ψέματα μισές αλήθειες, να γλυτώση μια ώρ' αρχήτερα απ' αναφέλευτες ομιλίες. Τι τον έμελε νάλεγε και ψέματα. Τη ζωή του όλη ψεύτικη τηνε θάρρειε.

Είταν πια αρραβωνιαστικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μικρή. Είμουν αγώρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω.

Μα εγώ τον έσωσα από κει και τόνε πήγα πίσω στερνά από τόσα βάσανα στ' αλογοθρόφο τ' Άργος. 30 Λείψε απ' τις διαβολιές λοιπόν, μη σ' τα θυμίσω πάλι και δεις αν βγάζεις τίποτα από φιλιά κι' αγάπες, πούρθες κλεφτά και μούπεσες στην αγκαλιά μ' απάτη

Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνη βίζιτα στη Βιχτώριαεκεί κατέβηκακι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα.

Την πήγα στον αρχηγό μου κρατώντας την σαν ένα τσαμπί. Έσταζε μαύρο αίμα όπως οι ρόγες από το μαύρο σταφύλι. Ο αρχηγός μού είπε: μπράβο Κοντσίνου!» Ο Έφις άκουγε κρατώντας ένα αγριοτριαντάφυλλο. Σταυροκοπήθηκε με το κοτσάνι του λουλουδιού και είπε: «Να εξομολογηθείς, Κοντζί! Σκότωσες άνθρωπο!» «Στον πόλεμο, αυτό δεν είναι αμαρτία. Μήπως το έκανα κρυφά; Όχι

Δεν τόλμησα όσα τολμά ο λαός· όχι γιατί τα φοβούμαι, μα γιατί δεν είναι καιρός ακόμα· όσα σήκωνε ο καιρός ο δικός μας, τόλμησα μόνο και θα το καταλάβουν κατόπι οι άλλες γενεές. Από την Πάρο στην Αξιά πήγα με καΐκι κι από τη Χώρα πήγα ίσια στα χωριά.

Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.