Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, 'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου, μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».
Τους τοίχους του πύργου να τρυπήση, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήση δίχως μήτε σκλάβος να τονε δη, στης Μελέκης τα γόνατα να πέση και να ζητήση βοήθεια και σωτεριά, — είταν όνειρα γλυκά κ' ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης. Είχε ως τόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γείνη, να πετάξη και να φέρη ταγόρι στον Όλυμπο!
Απεφάσιζε να πέση εις τα πόδια του πατέρα του και να τον ικετεύση να επισπεύση την ένωσίν του με την Πηγήν, να του είπη καθαρά ότι του δεν ήτο πλέον δυνατή η ζωή χωρίς αυτήν, ότι θα ετρελλαίνετο. Αλλ' άμα έβλεπε τον πατέρα του έχανε το θάρρος του.
Στάθηκε για πολλή ώρα έτσι κ' έπειτ' άφησε να πέση το ραβδί από τα χέρια του και πήγε τρικλίζοντας να κάτση στην πολιθρόνα. Η Ελπίδα βρήκε τον καιρό κ' έκαμε σύντομα την πρόταση της. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά κ' έπειτα έπεσε στο κάθισμά του ξερός από τα γέλοια. — Μωρέ κεφάλι που τώχεις! μωρέ κεφάλι πού τόχετε όλοι σας εδώ μέσα! είπε βροντώντας τα πόδια του στο πάτωμα.
Τι είχε το κάτω-κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ' τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντένα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του τώλεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστεια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέση στη θάλασσα να πνιγή, να πέση απ' το κατάρτι να σκοτωθή απάνω στην κουβέρτα.
Τόσοι δε είνε οι φιλόσοφοι, ώστε, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον είνε να πέση κανείς εις πλοίον και να μη συναντήση ξύλον παρά να κυττάξη γύρω του και να μη ίδη φιλόσοφον. ΔΙΚ. Αλλ' αυτοί με τρομάζουν με τας φιλονεικίας των και με την σύγχισιν των γνωμών των εις όσα λέγουν περί εμού.
Γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά η βάβω, μ' ένα σωρό ξηρά κλωνάργια: έτοιμη να ξεραθή και να πέση σύρριζα κατά γης για να τη φάη η σαπήλα και να χαθή, κρουσταλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα η αγγονιά στη ρίζα της βελανιδιάς που έδινε, με το νάμα της, ζωή και την έκανε να βγάζη φύλλα... Χωρίς τη βαλανιδιά ασκήμιζε κ' αγιάζονταν η αργυρογάργαρη βρυσούλα, αλλά και χωρίς τη βρυσούλα, στέγνονε και χάνονταν η γέρικη βαλανιδιά.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κι' ούτινος δεν πέση πάλι ένα γράμμα για να φάη, θα τον διώχνουνε οι άλλοι; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Αυτό ποτέ δεν θα γένη σε τέτοια κοινωνία, και 'ς όλους θα προσφέρωμε τα πάντα μ' αφθονία.
Και το γεγονός ότι η κρίσις μάς απομακρύνει από το χείλος της αβύσσου μας προσεγγίζει εις αυτήν με μεγαλυτέραν δύναμιν. Δεν υπάρχει πάθος εις την φύσιν σατανικώτερον και μάλλον ανυπόμονον από το πάθος ενός ανθρώπου, ο οποίος, ενώ φρικιά εις το χείλος μιας αβύσσου, ονειρεύεται να πέση εις αυτήν.
Μεγίστη δε υπήρξεν η ευθυμία, και, το πάτωμα εκινδύνευσε να πέση από τον χορόν. Η χαρά εκείνη διήρκεσεν επί εβδομάδα. Τον γάμον αυτόν, έλεγεν η Αφέντρα, θα τον ενθυμείτο ακόμη διά πολύν καιρόν το χωρίον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν