United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ' αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κοίτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της ταφίνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια. Πέρασε η μέρα εκείνη με τάγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό.

Και χωρίς να πάρη το καπέλλο του έτρεξε στη σκάλα, την κατέβηκε γοργά και χάθηκε μέσα στον κήπο. Δεν πέρασε στιγμή και φάνηκε κάτω από μια καρποφορτωμένη μηλιά· Κρατούσε στα χέρια του την κόρη και την σήκωνε ψηλά για να του φτάση μήλα. Εκείνη έβαζε μικρά ξεφωνητά και γέλοια, πότε από χαρά και πότε από φόβο και σήκωνε τα χέρια με φανερή προσπάθεια, να φτάση το πιο καλόχυμο πωρικό.

τα Γιάννινα, τον καιρό του Αλήπασσα, ο Καραϊσκάκης, νειός ακόμα, χόρευε μια φορά μ' άλλα παληκάρια. Ενώ έσερνε, μπροστινός, τον Τσάμικο, κ' έκανε πολλές γύρεςτον τόπο , όπως λεν, πέρασε την ιδία στιγμή ο Μουχτάρ πασσάς, γυιός τον Αλήπασσα. Η φουστανέλλα του Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ανήφορο καί φάνηκαν τα πλιάτσικα . Ο Μουχτάρ πασσάς πειράχτηκε. Πήγετον πατέρα του και παραπονέθηκε.

Στην κραυγή τ' αδερφού του, ο Δούκας Ριόλ ρίχνεται κατ' απάνω του Καερδέν, με τα χαλινάρια αμπολυμένα. Αλλά ο Τριστάνος του κόβει το δρόμο. Άμα χτυπήθηκαν, το κοντάρι του Τριστάνου έσπασε στα χέρια του. Το κοντάρι του Ριόλ χώθηκε στο στήθος του εχθρικού αλόγου, πέρασε της σάρκες και το ξάπλωσε νεκρό, χάμω στο λειβάδι.

ΔΟΡΑΝΤ Τι είνε αυτά που λέτε, κυρία Ζουρνταίν; Και πώς σας πέρασε από το νου ότι ο σύζυγός σας σκορπά την περιουσία του; Νομίζετε πως ο κύριος Ζουρνταίν προσφέρει το γεύμα αυτό στην κυρία; Εγώ το προσφέρω· αυτός μόνο το σπίτι του μου δάνεισε, και πριν πήτε όσα είπατε, έπρεπε να είχατε εξετάσει καλύτερα τα πράγματα.

Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, 135 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα, και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα. Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας, κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα. 140

Εσύ 'σαι, Αμέρσα; Να, πέρασε κι' αυτή η νύχτα. Η γραία μόλις είχεν εξυπνήσει, κ' έτριβε τα όμματα τραυλίζουσα. Ηκούσθη θόρυβος εις το πλαγινόν μικρόν χώρισμα. Ήτον ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, όστις εκοιμάτο εκείθεν του λεπτού ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ενός άλλου κορασίου κ' ενός παιδίου μικράς ηλικίας, και είχεν εξυπνήσει την στιγμήν εκείνην.

Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτησι που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Κι' ο Σαρπηδός αστόχησε με το κοντάρι πάλι, τι η μύτη απάνου πέρασε απ' τα ζερβύ τον ώμο δίχως να βρει. Κατόπι ορμά με το χαλκό ο Πατρόκλης, που έτσι του κάκου τ' όπλο του δεν πήδησε απ' το χέρι, 480 Μον μπήκε εκεί που την καρδιά την κλιούν τα σπλάχνα γύρω.

Την ώρα όμως που με κόπο σηκωνόταν, με τα γόνατά του να τον πονούν, ένοιωσε θλίψη, σαν να πέρασε η σκιά ενός σύννεφου μέσα από την εκκλησία, σκεπάζοντας το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Και το πρόσωπο της ντόνας Νοέμι το σκέπαζε σκιά, ενώ σκυμμένη έραβε μέσα στην αυλή. Ο Έφις έκοψε έναν πανσέ από την άκρη του πηγαδιού και της τον προσέφερε.