United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Α! σκέφτηκε, στέκει να βρίσκω την ανάπαυσι μ' αυτόν τον τρόπο, ενώ ο Τριστάνος είναι δυστυχισμένος; Θα μπορούσε να κρατήση αυτό το μαγεμένο σκυλλί και να ξεχνάη έτσι όλο τον πόνο του. Αλλ' από ευγενική καλωσύνη προτίμησε να μου το στείλη, να μου δώση τη χαρά του και να ξαναπάρη τη λύπη του. Αλλά δε στέκει αυτό το πράγμα, Τριστάνε, θέλω να υποφέρω όσο υποφέρεις και συ».

Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, 'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».

Τηράει από τη μια, τηράει από την άλλη, όλο πλούτη και μεγαλεία.

Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει. «Εδώ μένω όλο το χρόνο.

Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτωτην άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη. Και μετά μικρόν τεθλιμμένος: — Πηγαίνειτον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάειτο Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τουςόλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου. — Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλοια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύη να κυβερνήση την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζη κιόλας έτσι μωρό παιδί μ' άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιή δεν δενήθηκε. Το φυσούσ' αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα.

Αρματώνονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά. Έπιαναν έτσι σαν οχτροί τα βοσκοτόπια απάνου. Λημέριαζαν, ξενύχτιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Εκείνοι εχυμούσαν με χουγιακτά και με ποδοβολή κ' έβγαζαν τα κοπάδια από τα βοσκοτόπια. Τούτοι πάλι πετιώνταν από τα ριζιμιά που παραφύλαγαν το ζωντανό βιο τους κ' έπαιρναν ομπροστά σαν τραγιά τους κυνηγητάδες.

Μα τότες, όσο κι αν κρυφόχυνε το φαρμάκι της η τέχνη αυτή της ψευτοσύνης, δεν μπορούσε και να ριζώση καθώς ρίζωσε στο έθνος αργότερα, και τούπνιξε ό,τι ζωή του απόμνησκε, καθώς τα ρομάνια πνίγουνε γέρικα κι ακλάδευτα κλήματα. Θαρρείς και γέμισε τώρα ο Ελληνικός ο αέρας μύγες, κουνούπια, κι άλλα μαμούνια, αφού όλο τέτοια εγκώμιαζαν οι σοφοί εκείνοι. Και τι άλλο να σοφιστούν και να μελετήσουνε!

Το κορμί της λιγνό και λυγερό σάλευε με ανθρώπινα κινήματα και τα κλαδιά της άπλωναν στον αέρα σα δυο χέρια που ζητούσαν ν' αγκαλιάσουν τις σιωπηλές σκιές που ανέβαιναν από τα αργοκίνητα νερά. Η κορυφή της, καθώς εφούντωνε απάνω από το γυμνό κορμί της, έγερνε σαν κεφάλι γυναίκας με μεγάλα ξέπλεκα μαλλιά και όλο έσκυβε λυπητερά κατά την γη και όλο ψήλωνε απελπιστικά προς τον ουρανό.

Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.