Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Τότες η Θέτη η θέϊσσα του λέει δακροπνιγμένη «Κοντά σημαίνει η ώρα σου, παιδί μου, αφτά που κραίνεις, 95 τι εφτύς στερνά απ' τον Έχτορα σε καρτεράει ο χάρος

Νομίζεις πως την έστειλεν επίτηδες ο Θεός για να μας συνηθίση στη νύχτα του τάφου. Άξαφνα εκεί που ετρομπάριζα ακούω τον ναύκληρο κάτι να σφυρίζη στο αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι. Οι παλαιοί ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι. Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν Ιταλικό κ' ευθύς μου ήρθαν της νύχτας οι φωνές, που μέσα στον αναβρασμό τους έδινε την έννοια που ήθελε η ζαλισμένη φαντασία μου!

Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό. «Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ. «Νατόλια, καρδούλα μου!

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.

Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον επρόσταξε. Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά γλυκεία από εκείνο που πάντεχα.

Αυτά 'πε κείνος, και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος, και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30 τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν, κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις, μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη. τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35 «Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου· οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων, τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν, 'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν· είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Κατόπιν ήρχισα να σε βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσατα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχανύκτα χαράμματακαι άναβες τα κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Αλλά, συγγνώμην, αγαπητέ μου, που σε διακόπτω· μου φαίνεται πως αφίνεις το πάθος σου για την κριτική να σε παρασύρη παραπολύ μακριά. Γιατί πρέπει να παραδεχθής επιτέλους και συ πως είναι πιο δύσκολο να κάνη κανένας κάτι παρά να μιλήση γι' αυτό. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Πιο δύσκολο να κάνη κανένας κάτι παρά να μιλήση γι' αυτό; Καθόλου μάλιστα. Είναι μια χοντρή πλάνη του όχλου αυτή.

Αλλ' όμως χρεωστώ και να πονώ 'σάν άνδρας ? είναι τρόπος απ' τον νουν να μ' έβγη πώς τα είχα τα όντα μου τα φίλτατα! — Κι' ο Ουρανός το είδε και δεν τα επροστάτευσε; Συ είσαι η αιτία, εσύ, Μακδώφ, αμαρτωλέ! Δεν έπταισαν εκείνα· τα κρίματά μου έγειναν αιτία της σφαγής των, τα κρίματά μου! — Ο Θεός να τ' αναπαύση τώρα! ΜΑΛΚΟΛΜ Αυτό ας ήναι, ω Μακδώφ, ακόνι του σπαθιού σου.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν