United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό. — Και πότε θα πάμε; — Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται. Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα. Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο.

Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δεμάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα·Άντρα μου, ας γείνη το θέλημα του Θεού.

Το σύμφωνον δ , παραδείγματος χάριν, προφέρεται αν εγγίσωμεν με το άκρον της γλώσσης τους άνω οδόντας: δα . ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δα, δα . Ναι. Τι ωραία πράγματα, τι ωραία πράγματα! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Το φ αν ακουμπήσωμεν τους άνω οδόντας εις το κάτω χείλος: φα . ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Φα, φα . Αλήθεια. Αχ! πατέρα μου, αχ! μητέρα μου! τι κακό που μου κάνατε!

Σε ενόμισα μεθυσμένον και χαμένον χωρίς ελπίδα. Μη λησμονής, ότι παίζεις με τον θάνατον. — Εκεί είναι η κονίστρα μου, απήντησε νωχελώς ο Πετρώνιος, και τέρπομαι παρατηρών ότι είμαι καλός θηριομάχος. Η επιρροή μου ηύξησε περισσότερον απόψε. Εάν επέμενον απολύτως, θα ηδυνάμην να εξολοθρεύσω τον Τιγγελίνον και να καταλάβω την θέσιν του ως αρχηγού των πραιτωριανών.

Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου εζήτησε την εικόνα και του την έδωσα.

ΜΠΕΛΙΝΑ Μην εξάπτεσαι λοιπόν. ΑΡΓΓΑΝ Μ' έκανε έξω φρενών, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Ησύχασε, παιδί μου. ΑΡΓΓΑΝ Είνε μια ώρα τώρα που μου εναντιώνεται σε ό,τι θέλω να κάνω. ΜΠΕΛΙΝΑ Καλά, ησύχασε, ησύχασε. ΑΡΓΓΑΝ Είχε την αναίδεια να μου πη πως δεν είμαι άρρωστος. ΜΠΕΛΙΝΑ Είνε αδιάντροπη. ΑΡΓΓΑΝ Εσύ, αγάπη μου, το ξαίρεις πως είμαι άρρωστος, ε; ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι, καρδούλα μου, δεν έχει δίκηο.

Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ' έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχη και κανένας ενάρετος, μπορεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη- Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάη κι από χερότερα.

Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκοτι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό τουείπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε.

Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.

Εστοχάσθηκα να το πραγματεύσω διά να ημπορέσω να βγάλω τα έξοδά μου· αγόρασα μερικά μπάλσαμα, ζαχαρικά, και άλλα λιανώματα, και επήγαινα καθημερινώς εις ένα μεγάλον καφενέ, εις τον οποίον εσυνήθιζαν να πηγαίνουν πολλοί αυθεντάδες και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έλειψαν να αγοράζουν από τας πραγματείας μου, και να μου τας πληρώνουν καλά, και με τούτον τον τρόπον επόρευα και έβγαζα τα έξοδά μου.