Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Δε σώνει αφτός στον πύργο που πια απ' τα μάβρα γερατιά μού κοίτεται σακάτης, 435 Μον τώρα να! άλλα βάσανα μού βγήκαν στο κεφάλι.

Το βαγένι μον τηράει. Και η σβάναΕίν' της δίψας του η καμπάνα Μυριοστέφανο βαγένι, Πες μου, τι θελ' απογένη Στα σωστά σουΩς το τέλος η κοιλιά σου, Της κανάταις οπού αδιάζεις, Και σε ταύτη της σοδιάζεις, Πώς χωνεύειςΚαι να πίνης μον χαλεύεις; Το κρασί που σβαναρίζεις, Τα λαγήνια που στραγγίζεις, Μέγα πράμμαΠώς δε σκάζεις είναι θιάμα! Ω κοιλιά με δίχως πάτο. Κρασοσφούγγαρο μονάτο!

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Πρέπει εξ ανάγκης να ήταν εις θέσιν προσβολής του εαυτού της, — διαφορετικά δεν γίνεται· διότι ιδού πώς στέκει το πράγμα· αν εγώ 'ξάργου πηγαίνω να πνιγώ, τούτο αποδείχνει μίαν πράξιν, και η πράξις έχει κλάδους τρεις· πράξιν, ενέργειαν, εκτέλεσιν· αραγούν αυτή 'ξάργου επήγε να πνιγή. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Καλά, μόν' άκουσε, αγαθέ μου σκαφτιά.

Μη φοβάσαι καθόλου να χάσης, Τι σαν έρθη ο θέρος, σου τάζω Να σου δώκω οπίσω με πρώτο, Και κεφάλι και διάφορο αντάμα. Μον ο φίλος σε ταύτα αποκρίθη· Αποτί, δε μου λες Ζίνζιρά μου, Ν' αμελήσης παρόμια σου χρεία Ως τα τώρα, οπού κάθοσουν άδιος; Αμ δεν άδιαζα εγώ να φροντίσω Σαν κι' εσένα, αφορμής ελαλούσα, Μήτε ήλπιζα ογλήγορα τόσο Να διαβούν η καλαίς η ημέραις.

Μον έλα τώρα σήκω! μήπως τις φλόγες δεις και καιν σε λίγο την πατρίδαΤότες ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης «Έχτορα, σα με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια, για αφτά θενά σ' το ξηγηθώ· Μον άκου με και κρίνε. Εγώ όχι τόσο από θυμό ή φταίξιμο των Τρώων 335 κλείστηκα εδώ, μον ήθελα τη λύπη να χορτάσω.

Ξαφνίστη τότε απ' την πληγή τ' Ατρέα ο γιος, μα κι' έτσι το θάρρος του δεν τόχασε, μον χύθηκε τον Κόνα 255 να φάει με το βουνόθρεφτο κοντάρι του στο χέρι.

Κι' απάνω κάτω του ναού το στολισμόν μου βάνουν· 380 Χαλνόντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια Για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια. Μον κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου, Είν το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου. Το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο, 385 Που το είχα με τα χέρια μου στον αργαλιό υφασμένο. Κι' ως να το σόσω υπόφερα και σκάνιασαις και λύπαις.

Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. 405 Όταν για δω ξεκίνησες, τον Έχτορα, για πες μου, τώρα σαν πού τον άφισες, τον αρχηγό των Τρώων; πούχει βαλμένα τ' άρματα, πού στέκουν τ' άλογά του; σαν πώς φρουρούνε οι άλλοι οχτροί και πούναι πλαγιασμένοι; Και πες σαν τι να μελετούν; μη θεν αφτού να μείνουν 410 κοντά στα πλοία, ξέμακρα του κάστρου, ή θα γυρίσουν στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη

Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας, Μον να! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη, που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίση, και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα, κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μια δίπλα φόρεμά της 315 ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός κανένας και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι.

Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω. Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη, 360 γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μον πήγαινε! Ειδέ ετούτα, κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι, κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν