Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Και τέλος του πήρε τα λουλούδια και τα έβαλε σ' ένα μικρό πράσινο ανθογυάλι, τα έσιαξε και τα έδειξε του Σβεν, τι ωραία που λάμπανε στον ήλιο. Τότε παράτησε κι ο μπαμπάς κάθε ιδέα τιμωρίας, πήγε στο γραφείο του κ' ένοιωθε πόσο είναι περιττός.
— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένους!» Λέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.
Και γιατί είναι προσωρινό; Γιατί δεν μπορεί να ζήσει τόσο μικρό που είναι, αν δεν αφεθεί ήσυχο από τους Έλληνες που ζουν έξω από τα σύνορά του. Και οι Έλληνες αυτοί δε θα το αφήσουν ήσυχο. Λέτε να είναι τόσο κακοί πατριώτες; Όχι, μα νοιώθουν πως πρέπει εκεί να κολλήσουν κι αυτοί, με τα αμπελοχώραφά τους, τα χωριά τους, τις πολιτείες, τα δάση, και τις βοσκές που ορίζουν. Δεν παν στο διάολο!
Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ' αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάη, ίσως όμως και μείνη σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέτρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου.
Και μ' ένα είδος πόθου να ξακολουθήσουμε ό,τι αρχίσαμε, αποφασίσαμε να περάσουμε αντίπερα, στην κατοικία του δεύτερου καλοκαιριού, σ' ένα κόκκινο σπιτάκι, που το θυμόμαστε στην άκρη του δάσους, σ' ένα μικρό λιβάδι, όπου αποκοιμίζαμε το πρώτο μας παιδί μέσα σ' ένα λευκό πλεχτό καροτσάκι κάτω από το γαλάζιο σκέπασμα. Περάσαμε τώρα εκεί με τη βάρκα και ξέραμε πως θα βρούμε μια έρημη ακρογιαλιά.
— Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.
— Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάη να διαβάση εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ . . . Φώναξε το παιδί . . . να πάη ως την εκκλησιά, να του δώση ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ' Άγιο Μύρο . . . Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του·
Μαζύ του κι' ο Δημήτρης Κρατώντας 'ς το δισάκκι του κρυμμένα του Δεσπότη Ταγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη Λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη Πα να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας, Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι' ο Πάνος Μεϊντάνης Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη. Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη, Με τη στερνή του την πληγή.
Ενομίζετο δε ότι το ξίφος τούτο είχε προς τοις άλλοις την δύναμιν να διαλύη τας επιδέσεις και να ουδετερώνη την ενέργειαν των πονηρών πνευμάτων. Ο Πάνος Μεϊντάνης, το Μικρό Χορμόπουλο και ο Σπαθόγιαννος έπεσαν εν πολέμω.
Κι' όπως σα δώσει ο μάστορης τάβρου τρανού τομάρι σε νιους να χρίσουν μ' άλειμα και να τεντώσουν γύρω, 390 κι' οι νιοι το παίρνουν κι' ανοιχτοί κύκλω όλοι το τραβούνε γερά, κι' η ύλη μπαίνοντας καλντίζει η δύναμή του, κι' όλο παντού τεντώνεται καθώς τραβούνε τόσοι· έτσι κι' οι διο τους το νεκρό τραβούσαν πέρα δώθες μικρό σε κύκλο, κι' όλπιζαν κάθε στιγμή κι' οι διο τους 395 οι Τρώες ναν τον σύρουνε στο κάστρο, κι' οι Αργίτες στα βαθουλά καράβια τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν