Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Κι’ ένα κομμάτι φεγγαριού στο μάγο αποσπερίτη, Να σου! και μπαίνει γελαστή η αρχοντοπροξενήτρα Και χαιρετάει με χαρά και με περίσσια αγάπη : — Καλή σου μέρα, λυγερή και ξακουσμένη Μάρω!— Κι’ η Μάρω προσηκόνεται και της απολογιέται : — Καλώς μου την αρχόντισσα με τα γλυκά της λόγια.... Σαν τι αγαπάς αρχόντισσα; Το πρόσταγμά μου ποιο είναι; — Δεν έρχομαι με πρόσταγμα, μον έρχομαι μ’ αγάπην... Από τον Γιάννον έρχομαι, τον χιλιοπαινεμένο, Που τον γυρεύουνε πολλές, τον αγαπούνε χίλιες, Γιατ’ είνε άξιος κι’ ώμορφος, γέρος και παλληκάρι.

Ο μεγαλήτερος ελέγονταν Φίλιππος και καλογερεύοντας επήρε όνομα Φιλόθεος και είναι, ο Δεσπότης, ο δούλος του Θεού, που να έχω την αγίαν του ευχή εγώ και πας άλλος χριστιανός, αγκαλά και απεθαμένος. Ύστερα έρχομαι στην αράδα εγώ, και η αδερφή μου η Μάρω και το αδέρφι μου ο Γηώργης.

Ούτως εσκέπτετο η Μάρω, προσπαθούσα να τον πείση να δεχθή αυτός το μικρόν εκείνο τεμάχιον του άρτου, το μόλις αρκετόν δι' ένα ποντικόν. Αλλ' ο Γιάννος ηρνείτο επιμόνως· έπρεπε να το φάγη η Μάρω· αυτός ήτο άνδρας, δεν είχεν ανάγκην ηδύνατο να βαστάση μήνα ολόκληρον!. . . Τέλος συνεφώνησαν και μοιράσαντες το τεμάχιον του άρτου έφαγον αυτό και οι δύω. — Μάρω μου, διψάω· είπε μετά μικρόν ο Γιάννος.

Άξαφνα όμως πηδάει όξω από την πατουλιά η Κλανομάρω και φωνάζει τρομασμένη·Μη καπετάνε! μη, είμ' εγώ! Μη για το Θεό! Κράτησε ο στρατηγός τ' άλογο και κάνοντας τάχα πως παραξενεύτηκε και πως δεν κατάλαβε τίποτα, λέειτην Κλανομάρω·Ωρέ, εσύ εδώ μέσα, ωρέ Μάρω; — Τι να κάμω, καπετάνε, βούλωσε το ντουφέκι μου και δε μπόργα να πολεμήσω.

Η Μάρω, χάσασα και την τελευταίαν της ελπίδα, επέστρεφε προς τον πύργον, με οφθαλμούς ερυθρούς εκ των δακρύων, πρόσωπον κατεσχισμένον υπό των κλάδων, ενδύματα κατερρακωμένα ως γραίας ατσιγγάνας και πόδας πρισμένους εκ των δρόμων. Μετά μικρόν διέκρινε μακράν επί υψηλού βουνού τον πύργον όμοιον με γιγαντώδη κοχλίαν ατμομηχανής.

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.

Και καθήσασα επί υψηλού εδράνου, εν μέσω των σκευών και της διαβολικής εκείνης σωρείας των μαγκανευμάτων, ητοιμάσθη να καταδιώξη κατά την θλιβεράν περιπλάνησίν των τα δύο εκείνα πλάσματα, απ' εκεί, ως στρατάρχης διευθύνων την μάχην από του καταλύματός του. Τω όντι ο Γιάννος και η Μάρω καταμόναχα, επλανώντο εν απογνώσει, ως πρόβατα αποχωρισθέντα της κοπής των, επί της αμμώδους πεδιάδος.

Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ' ήσυχος διά το μέλλον. . « Ο Γιάννος πάειτα βουνά κ' η Μάρω πάειτους κάμπους ». — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . .

Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης, Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι, Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα, Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης, Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα, Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια, Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση, Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα, Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα, Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος, Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι, Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα, Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση, Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη, Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη : — Μεγάλο θάμα!

Τι λόγια είν’ αυτά, που λες, πεντάμορφη μου Μάρω; Ποια είταν η μαύρη η μάγισσα, πώκανε την καρδιά σου Για την αγάπη αδιάφορη και κρύα, σαν την πέτρα; Μάρω, δεν ξέρεις τι κακό και τι αμαρτία κάνεις Στα νειάτα σου τ’ αγγελικά, στ’ ασύγκριτα σου κάλλη, Αφίνοντάς τα ανύπαντρα, αφίνοντάς τα στείρα!

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν