Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Η Μάρω ευθύς ανεγνώρισε τον σωτήρα των εκείνον όστις τα έσωσεν από τα λυσσαλέα κύματα της λίμνης.
Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα, Τη Μάρω την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη. Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα. Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν. Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.
Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!
Εις την αυλήν διέκρινε πολλούς χωρικούς, άλλους ορθίους, άλλους καθημένους πέριξ μεγάλης πυράς και συνομιλούντας θορυβωδώς. — Ελεήστε μια χριστιανή, είπεν η Μάρω παρακλητικώς, σταθείσα προ του μεγάλου πυλώνος του κήπου. — Έμπα μέσα κόρη μου, έμπα μέσα· της εφώναξεν ευθύς παχουλός χωρικός μ' εύθυμον κ' ερυθρό όψιν· μπάσε και τ' αρνάκι σου.
Η Μάρω ενθυμήθη ότι κατά την πρωίαν της ημέρας, καθ' ην εδραπέτευσαν αύτη ήλλαξε τα ενδύματά της, και η Κυρά Ρήνη έβαλεν εις τον κόλπον της τεμάχιον μικρού άρτου, διά ν' απομακρύνη απ' αυτής την βασκανίαν.
Ενόησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, ότι η κρίσιμος ώρα εσήμανε κ' επανέλαβεν εντονώτερον τας φωνάς του: — Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια, για του Γιάννου το κεφάλι. Μάρω μου!. . . . . . . Αίφνης η πλησίον θύρα του πύργου ηνοίχθη. Η Μάρω ήκουσεν ήδη τας φωνάς του και πηδήσασα έντρομος της κλίνης της έδραμε προς αυτόν. — Τι έχεις, Γιάννο μου; — Να φύγωμε!
Εις την πεδιάδα το ψύχος ήτο δριμύ· ο ουρανός βαρύς και κατάμαυρος· η γη υγρά, ωσεί ουδέποτε ακτίνες ηλιακαί έπεσον επ' αυτής· ο αήρ, επιπνέων αδιακόπως, μετέβαλλε την επιφάνειάν της εις σκληρόν κρύσταλλον. Η Μάρω και ο Γιάννος, φοβούμενοι ήδη τους ενοίκους του πύργου, έφευγον μετά τάχους.
Και η Μάρω προσέθετε: — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι' άλλο φιλημένο!. . . — Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!. . . είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα. Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρουμένη.
Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της. — Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται; — Ήρθα να ιδώ το Γιάννο. — Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ' εδώ. Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα.
Η Μάρω θα παρεκάλει επιμόνως την μητέρα της να της δώση τον Γιάννο να παίξη ολίγον, εκεί δε εις την αυλήν, θα της ήρπαζε κάτι ο Γιάννος κ' επιτηδείως μικρόν κατά μικρόν, θ' απεμακρύνοντο των βλεμμάτων της μητρός των. — Τόρα να σε ιδώ, να σε ιδώ πολύ, είπεν η Μάρω περιπαθώς. — Κ' εγώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν