Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια, Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη, Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει: —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα! Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο, Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου. Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα. Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.

Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός. Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών.

Ο Γιάννος έκαμνε τινάς βηματισμούς κ' έπειτα ίστατο, αναμένων την Μάρω η οποία έφθανεν ασθμαίνουσα, άπλωνε τας χείρας, βεβαία ότι τον συνέλαβε πλέον αλλ' ούτος τότε δι' επιτηδείων ελιγμών έκλινεν, ωρθούτο, έτρεχεν, ίστατο και η Μάρω συνελάμβανεν αντ' αυτού το κενόν. — Έλα, καϋμένε, μη με παιδεύης· είπεν η Μάρω κλαυθμηρώς και ωσεί απαυδήσασα.

Διά μέσου των φλογών διέκρινεν ήδη τον Γιάννο και την Μάρω, τα δύο αθώα πλάσματα, πλανώμενα διά μέσου ερεβώδους σκότους επί ερήμου και αμμώδους πεδιάδος. — Α, 'ς τανάθεμα! εφώναξε θριαμβευτικώς.

Αφ' ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τόρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς. — Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.

Αυτός βέβαια δεν ήτο κοινός άνθρωπος· θα ήτο κάποια ανωτέρα δύναμις ήτις, ως της έλεγεν άλλοτε ο πατήρ της, είνε παντού και πάντοτε και βοηθεί τους πτωχούς και τους καταδυναστευομένους· θα ήτο εκείνος όστις έστελλε το ελαφάκι με τα χρυσά κέρατα κ' έφερε την αγαθήν εκείνην κόρην, την Μαρούλα, την συνώνυμόν της εις τον οικίσκον της μητρός της από τον Παράδεισον· εκείνος όστις ετιμώρησε παραδειγματικώς την φθονεράν μητέρα, ήτις εφαρμάκευσε την θυγατέρα της, την Θεοχάριστη κ' εβράβευσε την μητρικήν αγάπην της Αυγούλας, εμφανισθείς εις το μυλαύλακο, ως παπάς και αναστήσας τα τρία κατεσφαγμένα τέκνα της. . . Ναι, αυτός ήτο· όλα το εμαρτύρουν η ενδυμασία του, η άσπιλος και λευκοτέρα της χιόνος· η μεγάλη κεφαλή του, η μεγαλοπρεπώς καθημένη επί των ώμων του, ως πύργος υάλινος επί υψηλής ακρωρείας· η κόμη του η ψαρά και υπερήφανος· οι μεγάλοι και λαμπροί οφθαλμοί του, το πρόσωπόν του το γαλήνιον. . Ναι, δεν ήτο άλλος!. . . Και η Μάρω ηθέλησε να σπεύση προς αυτόν, να τεθή υπό την προστασίαν του.

Κ' εκρύπτετο όπισθεν του κορμού ενός δένδρου και όταν η Μάρω τον ανεκάλυπτεν υπεχώρει εις έτερον, απώτερον, πάντοτε προχωρών εις τα ενδότερα του κήπου, από αποστάσεως εις απόστασιν διά να μη τον χάνη από τους οφθαλμούς της η κόρη, η οποία τον κατεδίωκε πάντοτε φωνάζουσα. — Δόσε μου τα χτένια μου, — δος μου τα μπερτσέμνια μου!. . .

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν