Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Αλλ' όχι, δεν έπρεπε, να τ' αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάση θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα της, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ' αλάτι.

Κι’ αν είσαι συ πεντάμορφη και ταίρι σου δεν έχεις Στη χάρη και στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι Κι’ ο Γιάννος είν’ ασύγκριτος στα παλληκάρια μέσα.... Κι’ αν συ ταιριάζης μοναχά του Γιάννου για γυναίκα, Κι’ ο Γιάννος γι’ άντρας, Μάρω μου, μονάχα εσένα πρέπει!.. Γιατί τα φλογερά σου αυτά τα μάτια χαμηλόνεις; Μη δε σ’ αρέσει η προξενιά; Μη σ’ άλλον έχεις δώσει Την τίμιαν αρραβώνα σου, την πολυγυρεμένη;

Μην πάτε μακρυά· εφώναξεν αίφνης αυστηρώς από της θέσεώς της η Κυρά Ρήνη. Τα παιδία έμειναν εις την θέσιν των, όπου ευρέθησαν έκαστον, φρικιώντα από κεφαλής μέχρι ποδών Αλλά μετά μικρόν συνελθόντα εξηκολούθησαν τα παιγνίδιά των εντός του κήπου ήδη. — Δόσε μου τα χτένια μουδος μου τα μπερτσέμνια μου! εφώναζεν η Μάρω. — Έλα, πιάσε με· επανέλεγεν ο Γιάννος.

Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξινΓιατί, Γιάννο μ', δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως. — Δεν είν' ανάγκη να μάθης, δεν κάνει· είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν 'μπορής βγάλε με από 'δώ. Κ' εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου.

Όλοι εκεί μέσα ήσαν λησταί και η Μάρω εκοιμάτο ακόμη. . . Και ο Γιάννος υπό τοιούτων σκέψεων καταληφθείς ήρχισε να κραυγάζη μ' όλην την δύναμιν των πνευμόνων του: Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια για του Γιάννου το κεφάλι· Μάρω μου!. . . . . . Αλλ' η Μάρω δεν ήκουε.

Και τόρα, ενώ έστριφε την μέταξαν, παρετήρει αδιακόπως τα δύο παιδία, προσέχουσα και εις τας ελαχίστας κινήσεις και εις τους απλουστέρους λόγους των: — Κύτταξε· θα σε βγάλω να παίξης με τη Μάρω, είπεν εις τον Γιάννο όταν επήγε να τον απολύση· μα μην της ειπής λόγο γιατί φίδι που σ' έφαγε!

Κρυώνεις, Γιάννο μου; ηρώτησεν η Μάρω, κύπτουσα προς αυτόν φιλοστόργως. — Ναι, πολύ· είπεν ούτος τουρτουρίζων. — Και δεν επήρα το σεγούνι μου.

Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν' απαντήση, ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν.

Κι’ η Μάρω απολογήθηκε με μια μεγάλη λύπη : — Αρχόντισσα σ’ ευχαριστώ κι’ εσένα και τον Γάννο.... Την τίμιαν αρραβώνα μου δεν έχω δώσει σ’ άλλον, Κι’ ουδέ το Γιάννον αγαπώ, κι’ ουδέ κανέναν άλλον Είν’ η καρδιά μου μάρμαρο, είναι μια κρύα πέτρα, Που δεν αιστάνθηκε ποτέ τη γλύκα της αγάπης, Κι’ όταν μου φέρουν προξενιές και μου μιλούνε γι’ άντρα Αιστάνομαι μι’ αποστροφή κι’ ενόχληση μεγάλη.

Ο πατήρ του την αντικατέστησε μετά μικρόν διά της Κυρά Ρήνης η οποία και αυτή εκ τον πρώτου της γάμου είχεν αποκτήσει την Μάρω.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν