Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Και καν-καμμιά δεν αγαπά και καν-καμμιά δεν θέλει Κι’ εσένα μόνον αγαπά κι’ εσένα μόνον θέλει.... Σε θέλει για γυναίκα του, για ποθητό του ταίρι, Και να σου φέρω μώδωκε τη τίμια του αρραβώνα.... Πάρε την, Μάρω, φόρα την κι’ ευτυχισμένη να είσαι!

Θα σε πάρω εγώ· είπεν η Μάρω μη χάνουσα κ' εν τη κρισίμω εκείνη ώρα το θάρρος της· ας είνε καλά η μάννα μας. — Ω! η μάννα μας, η μάννα μας! εψιθύρισεν ο Γιάννος εξησθενημένος. Και αφέθη εις τας αγκάλας της αδελφής του, κλείσας τους οφθαλμούς. Η Μάρω έθεσεν αυτόν δίπλα επί των ώμων της, ως ποιμενίς το αποκαμόν θρεφτάρι της κ' επροχώρησεν ούτω αρκετόν διάστημα.

Αλήθεια, ήτο μικρό, πολύ μικρό· μέσα εις την τόση πείνα όπου είχαν, ποιος να φάγη να γιατρευθή και ποιος να φάγη να 'γειάνη; αλλ' από τίποτε, καλό κι' αυτό. . . Και η Μάρω έβαλε την χείρα εις τον κόλπον της και το εξήγαγε μετά χαράς. — Δικό σου, Γιάννο μου· είπε, προσφέρουσα αυτό εις τον αδελφόν της. — Ψωμί; α, όχι· είνε δικό σου. — Εγώ δεν πεινάω.

Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το έν του άλλου μετά θέρμης. — Γιάννο μου, σ' επεθύμησα. — Κ εγώ, Μάρω μου. . . Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα.

Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος. . . Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.

Όλα κουράζονταιτο δρόμο τους και γυρεύουν ανάπαυσι· είπεν η Μάρω έμφροντις· ποιος ξεύρει τι μας βρίσκει αύριο; Εφ' όσον η Μάρω προυχώρει, διέκρινε καθαρώτερον εν μέσω συσκίου κήπου, υψηλόν πύργον. Ευθύς ανεθάρρησε κ' ενεψυχώθη.

Μην την πιστεύσης· θα σε σφάξη, Γιάννο μου! εφώναξεν η Μάρω, ήτις ενόησε τον αδελφόν της κλονιζόμενον. Ο Γιάννος εις τους λόγους της Μάρως συνήλθεν ευθύς· ανεμνήσθη όλα τα προ μικρού παθήματά του, την εξαχρείωσιν της Κυρά Ρήνης και λαμβάνων την χείρα της Μάρως επήδησε μετ' αυτής εις την λίμνηνΝα τε!. . . εφώναξεν η μάγισσα, εν αγανακτήσει, φασκελόνουσα αυτά με τας δύο χείρας της.

Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

Ναι, τόρα θα φύγωμε. . . . . . — Τόρα αμέσως! δεν βλέπεις; Η Μάρω στραφείσα είδε τας ετοιμασίας των χωρικών κ' ενόησε τον κίνδυνον. Έλυσε τον Γιάννον από του πάλου και χωρίς να χάνωσι καιρόν εξήλθον του πύργου, από του αντιθέτου μέρους της αυλής.

— Κ' εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό; — Θα πιω από 'δώ' είπε δεικνύων ένα λάκκον. — Όχι, δεν βλέπεις; Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ' αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν