Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Είχε αποφασίσει να ξενιτεφτή. «Ξέρω, της έγραφε, πως τον αγαπάς· κάθε μέρα το λέει ο κόσμος και τακούω. Να ζήσης, να ζήσης χρόνια μαζί του· να χαρής τα λαμπρά σου τα νιάτα. Είναι καλός, είναι γενναίος, και τον αγαπώ, που σε διάλεξε εσένα, που θα φροντίση πάντα για σένα, που θα είναι πάντα με σένα. Εγώ φέβγω, φέβγω μακριά. Τι σε πειράζει τώρα να στο πω; Δεν μπορώ πια κρυφό να το βαστάξω.
Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη ευγενής Νορμανδός· — εγώ τους Γάλλους είδα κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένος 'ς την σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα, και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι εκατόρθον' εκείνος.
Ο Κωσταντίνος όμως δεν περιορίστηκε, καθώς ξέρουμε, στις εκκλησιές. Έχτισε και τα παλάτια του με τα λαμπρά τρίκλινα τους, το ιπποδρόμιο, τους τρεις μεγάλους φόρους με τις στοές και με τα δημόσια χτίρια τριγύρω, τέλος και το ξοχικό παλάτι της Μαγναύρας.
Προ πάντων δ' έκαμνον τούτο όταν επρόκειτο να μετρηθούν με τον εχθρόν, ωσεί μη θέλοντες κατά την μάχην όπου παίζεται η ζωή του ανθρώπου μυριάκις, αν εσκοτώνοντο να εμφανισθούν προ του Χάρου, όστις είνε αδάμαστον παλληκάρι και αυτός κ' έχει άρματα λαμπρά, λεροί αυτοί και ακάθαρτοι.
Στη Δύση όμως δεν ανακατεύτηκε το εθνικό, δηλαδή το πατριωτικό στοιχείο με το θρησκευτικό. Εκεί τον πήρανε το Χριστιανισμό σαν απλή θρησκεία, τον έκαμαν ιεραρχικό, τονέ γύρισαν όργανο πολιτισμού κ' εξουσίας, και τίποτις πιώτερο. Εμείς όμως τον κάμαμε κι αποθήκη για όσα λαμπρά απομεινάρια μπορέσαμε και μαζέψαμε από το γκρεμισμένο μας έθνος.
Κ' οι Πάμφυλοι κ' οι Κίλικες, τα παλληκάρια εκείνα, κ' οι Κάρες οι πολεμικοί στις προσταγές του είν' όλοι και τα Κυκλαδικά νησιά κι αυτά στις προσταγές του· και τα λαμπρά καράβια του τον πόντον αρμενίζουν, κι όλ' η στεριά κ' η θάλασσα, τα γάργαρα ποτάμια τον Πτολεμαίο το βασιλιά για βασιλιά γνωρίζουν.
Έπειτα θα σου διηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής. — Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε; — Σε τι γλώσσα; Να, σ' αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκε — ένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, — παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.
ΣΙΜ. Επί τέλους έρχεσαι και συ, Πολύστρατε, εδώ κάτω αφού έζησες σχεδόν εκατό χρόνια; ΠΟΛ. Ενεννήντα οκτώ, Σιμύλε. ΣΙΜ. Και πώς επέρασες τα τριάντα τα οποία έζησες κατόπιν από εμέ; Διότι θα ήσουν εβδομήντα περίπου ετών όταν εγώ απέθανα. ΠΟΛ. Λαμπρά, όσον παράδοξον και αν σου φαίνεται τούτο. ΣΙΜ. Βέβαια παράδοξον μου φαίνεται ένας γέρων ασθενής και άτεκνος προσέτι να μπορέση να ζήση ευχάριστα.
Τον δε νουν αρχηγόν όλων αυτών, προς τον οποίον πρέπει να στρέφουν το βλέμμα και όλα μεν τα άλλα πράγματα, αλλά και τα τρία εξ αυτών. Πολύ λαμπρά παρακολουθείς, φίλε Κλεινία. Λοιπόν τόρα παρακολούθησέ με και εις τα επίλοιπα. Και λοιπόν είπαμεν ποίον είναι το έν εκείνο, προς το οποίον πρέπει να στρέφη το βλέμμα ο νους ο πλοιαρχικός και ο ιατρικός και ο στρατηγικός.
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265 αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω· ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270 ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων, κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω· 'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275 'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280 με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν