Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριε, κατά νουν το είχα. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Εύγε σου, εξαίρετα, λαμπρά, μα την ζωήν μου.

Ανέβα τώρα και συ. ΧΑΡ. Δόσε μου το χέρι σου, Ερμή, διότι δεν μου είνε εύκολον να σκαρφαλώσω τόσο ψηλά. ΕΡΜ. Αφού θέλεις να δης τα πάντα, Χάρων, πρέπει και να κινδυνεύσης ολίγον. Όταν κανείς είνε περίεργος πρέπει να έχη και το θάρρος του κινδύνου. Κρατήσου από το χέρι μου και πρόσεξε να μην πατής εις τα ολισθηρά μέρη. Λαμπρά• ανέβηκες και συ.

Και κατά την εποχήν εκείνην, ότε εξέπλεον τα πλοία ταύτα, αι Αθήνας είχον πλοία πολλά και λαμπρά εις ενέργειαν, όμοια δε και ακόμη περισσότερα κατά την έναρξιν του πολέμου.

Εις τον κήπον έως το βράδυ τα ζωηρά κοριτσάκια διεσκέδασαν λαμπρά, έπαιξαν κρυφτό, κυνηγητό, εκουνήσθησαν εις την μεγάλην κούνια κάτω από την κληματαριά. Όταν ενύκτωσε πλέον και ευρέθη μόνη η Ανθούλα ήτο κατακουρασμένη από τα πολλά παιγνίδια. — Πήγαινε να κοιμηθής, της είπεν η γιαγιά μετά το δείπνον^ ξημερώνει αύριον Δευτέρα και πρέπει να είσαι με την ώρα σου εις το σχολείο.

Τότε συνηντήθησαν εκεί και τέσσαρες χωροφύλακες, μ' εμβαλωμένας στολάς πλην με καινουργή λαμπρά όπλα. Είχον λειποτακτήσει εκ των φρουρών της Λαμίας, ως έλεγον, και κατετάχθησαν εις τα επαναστατικά στρατόπεδα. Οι δύο εξ αυτών προήρχοντο εκ του σώματος του Αλμυρού της Θεσσαλίας, οι δε εκ του στρατοπέδου της Κασσάνδρας.

Δηλαδή προθύμως θα παρακολουθήσωμεν τους λόγους σου, και εκεί φαίνεται καθαρά ποίος επαινεί ελευθέρως και ποίος όχι. Πολύ λαμπρά, καλέ Κλεινία, και πρέπει να κάμωμεν ό,τι λέγεις. Αυτό θα γίνη, αν θέλη ο θεός. Μόνον λέγε συ και μη σε μέλει.

Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη, κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι, και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν• και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370 έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη•την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων• κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375 το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούντο σπίτι σου και θέλουν την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν• κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου, όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380 με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».

Και φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την αγαπημένην μου κασσέλαν.

Ο βασιλεύς με όλους τους άρχοντας της συγκλήτου ηθέλησε διά να με τιμήση να με συνοδεύσουν και να παρασταθούν εις τον ενταφιασμόν μας· αφού εστόλισαν το λείψανον της γυναικός μου με όλα τα χρυσά και λαμπρά της φορέματα και τα πολύτιμα δακτυλίδια, σκουλαρίκια, από πετράδια και άλλα πολλά στολίδια τα πλέον εξαίρετα μαργαριτάρια της Ινδίας, το έβαλαν εις το ξυλοκρέββατον και σηκώνοντάς το εκίνησαν προς τον τάφον, ακολουθώντας το εγώ συντροφιασμένος από τον βασιλέα και όλην την σύγκλητον του παλατίου και άλλους φίλους.

Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, διά να καθίση να δειπνήση. Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευπρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν