Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Κ' εξόν από την τιμή, που λάβαμε να δειπνήσομε μαζί τους, είναι κάτι, που δεν αξίζει το προσέξουμε περισσότερο. Δεν ενδιαφέρει με ποιους συντρώγει κανείς, αρκεί να τρώγει καλά! Μόλις ο Αγαθούλης μπήκε στο καράβι, πήδησε στο λαιμό του παλιού του υπηρέτη, του φίλου του Κακαμπό.
Εξεθύμαινε, ραγισμένο χώνεβε στον κομμένο λαιμό του το τελεφταίο μουγκρητό. Εχουρχούριζε σπαραγμένος ο λάρυγγας. Αφρούς κ' αίματα εχούχλαζε, κάτω από τάπονο μαχαίρι, ταπονώτερο του μακελάρη χέρι. Στρυφτογύρισε τόρα το διάπλατο μαχαίρι στον ανοιγμένο λάρυγγα μ' ορμή. Το αίμα ανάβλυσε πλιότερο. Εσπάραξε το βόιδι για τελεφταία φορά. Αναχάσκισαν τάσπρα του χείλια. Εξεχύθηκαν ποτάμια αφροί κ' αίματα.
Εις την κάμαρα του βάθους, σε καθήκλες παλαιές, ψηλές, από μαύρο σκαλιστό ξύλο, αγορασμένες από κανένα ξεπεσμένο αρχοντόσπιτο, κάθουνται η κόρη του Μαρούπα με τα νυφικά της, πράσινο μεταξωτό φαυστάνι, βραχιόλια παλαιά μαλαματένια, σκουλαρίκια κουκουναριές από μαργαριτάρι και στα χέρια δύο τρία δαχτυλίδια μονόπετρα· η μάννα της, γρηά μικροκάμωτη και στεγνή, με μάλλινο καινούριο φουστάνι, με μαντήλι κλαδωτό στο λαιμό και όμοιο μαύρο μεταξωτό στο κεφάλι.
Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.
Με το σακκούλι τους κρεμασμένο στον ώμο ο καθένας, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, κρατημένοι με τα χέρια στους ώμους δυο δυο, τρεις τρεις, μισομεθυσμένοι, μισοσαστισμένοι, τραγουδώντας, φωνάζοντας, σωριάζουνταν στις βάρκες με τα μάτια περίλυπα γυρισμένα προς τη στεριά.
Και την τραβώ και της σφίγγω τα μπράτσα που τα ξεσκίζω με τα νύχια μου· την πετώ απάνω στο κρεββάτι, την πιάνω από το λαιμό. Να τη χτυπήσω, να την μπατσίσω, να τη στραγγουλίσω. Κάτι να της κάμω! — Το γράμμα! το γράμμα! Ποιανού είναι το γράμμα; Και να πάλε που με μιλεί. Να που ακούω πάλε τη φωνή της· — Καρλή μου, Καρλή, μια στιγμή μόνο. Ό τι θέλεις, να με κάμης. Μα πρώτα να σου πω.
Άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο εστριφογύριζε γοργά, λέγεις κ' εβιαζόταν να κρυφθή στα κύματα, πριν τον προφθάση η αναστάτωσι των στοιχείων. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό κ' επηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα εκυνηγούσε καμμία φάλαινα. Οι γλάροι με τον λαιμό στους ώμους, χαμωπετώντας και σκούζοντας έφευγαν κατά τις στεριές.
Οι φωνές εδυνάμωναν ψιλές, δυνατές. Εσκλήρεναν οι σφυριξιές, διαπεραστικές, στρίγκλικες. Ήρθε τόρα ο Βιολιντζής, κοντόχοντρος σα ρουμοβάρελο. Ήρθε κι ο Λαγουτιέρης, με τη μεταξωτή μεσήνα στο λαιμό. Ανέβηκαν στο πάλκο κ' έπιασαν τη θέση τους. Εξεκρέμασαν και τα όργανα. Έπιασαν να τα κουρδίσουν. Άρχισε κι ο κόσμος νάρχεται τόρα. Έμπαιναν ολοένα.
Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό... Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα, Μην τρέμεις... ζύγωσε... Δος μου να ιδώ.» »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου Δε θέλω επάνω του νανταμωθή, Φαρμάκι αγλύκαντο μες 'ς το λαιμό μου Δε θέλω σύντροφο κάτου 'ς τη γη.» »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε, Σφίξε 'ς τα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά... Τα χέρια εσταύρωσα... Μη με φοβάσαι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν