Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Αγκαλιαστήτε ερωτικά και γλυκοκοιμηθήτε κι ανάλαφρα ξυπνήσετε και πάλι την αυγούλα. Εμείς θε να ξανάρθωμε μόλις γλυκοχαράξη και κράξη ο πρώτος πετεινός με το λαιμό του ολόρθο Γι' αυτό το γάμο, Υμέναιε, δείξε χαρά μεγάλη.
Θα καλούσε λόγου χάρη ένα γραμματισμένο «να μου γράψη το ρίγο», δηλαδή να γράψη ένα ξόρκι και το χαρτί θα το κρεμούσα στο λαιμό μου, ως φυλαχτάρι. Ίσως μάλιστα θα έλυωναν το χαρτί μένα τέτοιο ξορκισμό και τη διάλυση θα μούδιδαν να πιω. Ως φάρμακο, θα μούδιδαν αφέψημα αψιθιάς κιάλλων χόρτων, που θεωρούνται αντιπυρετικά, κιως τελευταίο ίσως το κινίνο, που δεν ήτον ακόμη σε μεγάλη διάδοση και χρήση.
Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά.. έβαλε ταυτί του στο στήθος. . . Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη.
Ο Τούρκος εξηκολούθησεν: — Αυτήν την φορά ήμουν καλά κρυμμένος· και για να του πάρω κάθε υποψία τον αφήκα να περάση το γεφύρι. Και σαν είδα πως καταίβηκε στην όχθη κ' έσκυψε να πιη νερό, επερίμενα ακόμη μια στιγμή, για να μη πάρω το κρίμα στο λαιμό μου... Κ' ύστερα ετράβηξα... — Ω! Άθλιε! Εφόνευσες τον αδελφόν μου!
Τι ακόμα λίγοι τρέχανε, σα βόδια μες στον κάμπο που πάει λιοντάρι στην καρδιά και τα σκορπάει της νύχτας, όλα, μα η ώρα του η στερνή μονάχα ενός σημαίνει, που με τα δόντια του τ' αρπάει και το λαιμό του σπάζει 175 πρώτα, κι' απέ όλα χάφτει του τα σπλάχνα κι' αίματά του· έτσι τους Τρώες πάντα ο γιος τ' Ατριά τους κυνηγούσε και τον πιο πίσω σκότωνε.
Αλλά πριν στο μεγαλείον της Ελλάδος ανατρέξω, Είνε φρόνιμον εν πρώτοις το λαρύγγι μου να βρέξω Με καμμία σοκολάτα, ή κανένα παγωτό, Για να μη βραχνιάζω διόλου και τον λόγον σταματώ. Κάθε ρήτωρ, κύριοί μου, πριν ακόμη ομιλήση, Είν' απόλυτος ανάγκη τον λαιμό του να δροσίση, Επειδή αλλοιώς βραχνιάζει, και το βράχνιασμα τον κάνει Την σειράν των ιδεών του και του λόγου του να χάνη.
Το χαρτί δεν το ξεδιάλυνε καθαρά. — Μάγια; είπε η μητέρα μου. — Ίσως ναι, ίσως κιόχι. Δε σούπα πως δε ξεκαθαρίζεται; Μα θα του περάση, άνε του κάμης ό,τι θα σου πω. Από τη βούργια, που φύλαγε το μοιροχάρτι του, έβγαλε μια λουρίδα χαρτί, γραμμένη έτοιμη, κείπε της μητέρας μου: — Αυτό το φυλαχτάρι να το τυλίξης με κεροπάνι, να το ράψης και να του το κρεμάσης στο λαιμό. Να το κρατή κατάσαρκα.
Κι' αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμμένη!... Ειμπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμμένο το παιδί, και πως η μάνα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ειμπορείς;
— Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια. Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο.
Το τραπεζάκι με τ' απομεινάρια του δείπνου απόμεινε ακόμα εκεί, και μια γατίτσα με κόκκινη κορδέλλα στον ασπρόμαλλο λαιμό της, στριφογύριζε και νιαούριζε, πηδώντας από καρέκλα σε καρέκλα. Αγροτική ερημιά περιχυμένη άφθονη στο μικρό σπιτάκι, σ' όλο το χωριό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν