Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Ένας νερόμυλος άλεθε εκεί κοντά και το βογκητό του νερού του γέμιζε τη βραδιά από πρόσχαρη μελωδία. Στην άκρη του φειδωτού μυλαύλαυκου, κατάψηλες λεύκες αραδωτά φυτεμμένες, μουρμούριζαν απαλά τραγουδάκια, ένα ήμερο ελαφάκι με χυτό κορμί και με μικρά κουδουνάκια στο λαιμό, πηδούσε ανάμεσα στα χωριατόπουλα, πόπαιζαν στα στρογγυλά αλώνια με ξεφωνητά κι αγριοφωνές.
ΕΠΑΡΧΟΣ. Να με θυμάσαι πώς τούτη η Εταίρα θα καταστρέψη τον Γαλέριο μια μέρα 2ος ΔΙΑΚΟΣ. Των εθνικών τα πόδια είνε σουβλερά. Ακόνισαν τη γλώσσα τους και κοφτερή την κάνανε σαν του φειδιού. Τον πήραν στο λαιμό τους με τα λόγια που του σφύριζαν. 1ος ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χαλασμό τους πρέπει ο Καίσαρ αύριο ν' αποφασίση. Σαν κερί με σβώλο μέλι, μέσα στο στόμα τα λόγια σας μου 'νε γλυκά και πιότερο ακόμα.
Μέσα σε γέλοια και γιουχαητά, σέρνονται πίσω του ολόκληρο πλήθος, φθάνει ως το κατώφλι της πόρτας, όπου κάτω από το θόλο του θρόνου, και στο πλευρό της Βασίλισσας, ήταν καθισμένος ο Βασιληάς Μάρκος. Πλησιάζει στην πόρτα, κρεμάει το ρόπαλο στο λαιμό του, και μπαίνει. Ο Βασιληάς τον είδε και είπε: «Να ένας καλός σύντροφος. Φέρτε τονε κοντά». Τον οδηγούν, με το ρόπαλο στο λαιμό. «Φίλε καλώς ήρθατε!»
Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.
Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα.
ΙΠΠΟΤ. Και σκοπόν προτήτερα δεν είχαν να φύγουν, καθώς έμαθα. ΚΕΝΤ Σε χαιρετώ, αυθέντα. ΛΗΡ Α! Διεσκέδαζες εδώ μ' αυτήν την καταισχύνην; ΚΕΝΤ Όχι, αυθέντα μου, εγώ. ΓΕΛΩΤ. Α, α! Κακά βρακοπόδια φορεί! Τα άλογα τα δένουν από το κεφάλι, τα σκυλιά και ταις αρκούδαις από τον λαιμό, τους πιθήκους από την μέσην, και τους ανθρώπους από τα πόδια.
Μα ενώ περπατούσα, γύρισα άξαφνα πίσω και κει είδα το άσπρο καπέλο της γυναικός μου και το παρδαλό φόρεμά της να παρουσιάζουνται ανάμεσα από τα θάμνα των γιασεμιών. Και την ίδια στιγμή άκουσα, τη φωνή του Σβεν. Χαμογελώντας γύρισα και τον είδα κρεμασμένον στο λαιμό της μητέρας του μ' ένα ξέσπασμα τρυφερότητας. Της φώναξα, μα ο μικρός αδερφός δεν την άφινε.
— Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! εμουρμούριζεν εκείνος· ένας κ' ένας· Να χαθούν δε βρίσκονται σ' όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε, καϋμένοι μου να φορέσετε φουστάνια! — Μα τι θες να κάνουμε; του λέγει ο Κράπας. — Τι να κάνετε; να παλαίψετε, μωρέ· να παλαίψετε! Σ' άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσε τον από το λαιμό... Θα σε πάρη — να σε πάρη παληκαρίσα. Όχι να σταυρώσης τα χέρια και να παραδοθής!
Μ' ακούς τι λέω; Φτάνει να του το ζητήσω. Ανάστατη η πόλις θα βρεθή χωρίς κανέναν αρχηγό, γιατί στο αναμεταξύ εγώ την αγκαλιά μου, όπου ο Γαλέριος θάνε γυρμένος, θα κλείσω γύρω από τον λαιμό του και πνιγμένος από το κρεββάτι του θα κυλισθή! Στοχάσου, σου δίνω ένα θρόνο!
Και η γρηά η βασίλισσα, που είχε τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που βρίσκονται στη γη, το λάτρευε περισσότερο απ' τους θησαυρούς της και νανουρίζοντάς το σαν ήτανε μικρό στην κούνια τη χρυσή του, άπλωνε στο κορμάκι του τα μαργαριτάρια της και τούλεγε: «Σα μεγαλώσης με το καλό και πάρης την κορώνα του πατέρα σου και πάρης και βασιλοπούλα όμορφη γυναίκα στο πλευρό σου, δικά σου είναι τα πλούτη κ' οι θησαυροί μου, και τούτα τα μαργαριτάρια, που δε βρίσκονται παρόμοια στη γη, θαστράψουν πάλι σε χαρές και ξεφαντώματα στον άσπρο το λαιμό της νέας βασίλισσας». Κι' άπλωνε τα μαργαριτάρια στο κορμάκι του και το νανούριζε γλυκά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν