Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
ΤΡΥΦ. Εννοείται, διότι ήξερε ότι θα την σιχαθής, άμα δης της άσπρες κηλίδες που έχει, διότι από το λαιμό έως τα γόνατα ομοιάζει με πάρδαλιν. Και έκλαιες διότι δεν απήλαυσες μια τέτοια γυναίκα; Βέβαια θα σου κάνη δυσκολίας και περιφρονήσεις. ΧΑΡΜ. Ναι, Τρύφαινα, αν και έχει λάβει τόσα και τόσα από μένα.
ΧΟΡΟΣ Κόρη της Δήμητρας! που σε λατρεύουνε σε κάθε οδό, και βασιλεύεις κάτω στης νύχτας και στης μέρας τα φαντάσματα, — ώ Περσεφόνη! οδήγησε γεμάτο το κακοθάνατο ποτήρι τώρα, που στέλν' η πολυσέβαστη κυρά, με της σταλαματιές, που απ' τον κομμένο λαιμό χύθηκαν έξω μια φορά της γήινης Γοργόνας, εις εκείνον που μπαίνει μέσ' στο σπίτι μας,— κανείς στην πόλι να μη βασιλέψη ξένος, παρά οι Ερεχθείδαι οι ευγενείς.
Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζη, μουρμουρίζοντας. Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ' τα αίματα. — Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε! Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα. Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή! — Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του. Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ.
Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».
Η φλούδα μοναχή της Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι, Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του, Τη σήκωσε, την έρριξε 'ς την πλάτη του σα ράσο, Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο... Τριγύρω 'ς το λαιμό του Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση Εκείθε η κόψη του σπαθιού... — Χριστός ανέστη, Διάκε!... Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.
— Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;
Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ' αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να είμουνα χασάπης. Πέτρα είταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ' ένα ραχάτι σα να μ' έκαμαν από χήρα βασίλισσα.
Μπροστά στη σκηνή του Βασιληά Αρθούρου, είχαν απλώση χάμω ένα πλούσιο ύφασμα της Νικαίας, και απάνω είχαν τοποθετήσει τα λείψανα των αγίων, βγαλμένα από της ιερές θήκες τους. Ο άρχοντας Γκωβαίν, ο Ζιρφλέ, και ο αυλάρχης Κε τα κρατούσαν υπό την επίβλεψί τους. Η Βασίλισσα, αφού παρακάλεσε το Θεό, έβγαλε έπειτα τα στολίδια της από το λαιμό και τα χέρια, και τάδωσε στους φτωχούς επαίτες.
Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».
Γελούσαν και οι τρεις, το κορίτσι με κατεβασμένο το κεφάλι, ο Τζατσίντο αγγίζοντας το λαιμό του αλόγου. «Έφις», είπε ο ιερέας, τινάζοντας με το μαντήλι το ταμπάκο από το στήθος του, «να ο ντον Πρέντου. Καλύτερα, θα έχουμε και λίγη κακογλωσσιά. Και ο δικός σας ο Τζατσίντο είναι καλό παιδί∙ έρχεται στη λειτουργία και στις παρακλήσεις. Έχει καλή ανατροφή και είναι καταδεχτικός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν