Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Υπαίτιος του κακού δεν ήτο ούτε ο θερινός ανέφελος ουρανός, ούτε οι απεξηραμμένοι χείμαρροι της Αττικής, αλλ' απλώς ο επιστάτης της δεξαμενής Νικόλαος Γλωσσώτης, όστις, εγκαταλείψας την θέσιν του και παρακολουθών την χθεσινήν μικροδιαδήλωσιν κατά του Υπουργείου, ελησμόνησε να κλείση τας στρόφιγγας των μεγάλων τροφοδοτικών σωλήνων της δεξαμενής.
Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς.
Προτιμότερος τούτου θα ήταν ο ενδεκασύλλαβος· αλλά και αυτός ο στίχος, αν και ρυθμικώτατος, εις την πολυσύλλαβον γλώσσαν μας, είναι τόσον ολίγον περιεκτικός, ώστε σπανίως δύναται να κλείση αυτοτελή περίοδον.
Κι' όμως λίγη σκέψη, που τρέμει σαν καλάμι, μπόρεσε να σας κλείση στα σιδερένια κλουβιά της αρετής — και να! ο Στωικός με το μαστίγιο έκαμε τα φοβερά σας σώματα να ζαρωθούν σε μια γωνιά της φυλακής και να σωπάση η μεγάλη σας κραυγή προς την ελευθερία! Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και χωρίς εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μας — οι γάτοι.
Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170 και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε• «Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου• έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους, κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175 ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση• τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος• και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180 'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση». είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.
Εύχεται δε να νυκτώση ταχέως, όπως ο Ρωμαίος έλθη αόρατος εις τας αγκάλας αυτής. Εύχεται να κλείση τους οφθαλμούς ο δραπέτης Έρως, ο εστι να μη φωταγωγήση τον νυμφικόν θάλαμον, διότι η ανάγκη επιβάλλει μυστικότητα και σκότος.... Εν ελλείψει άλλης φωνής αδούσης τον επιθαλάμιον, άδει μόνη αυτή.
Ναπομοναχιαστή κάπου, να πέση χάμου και να κλείση τα μάτια του, τα μάτια του λογισμού του, και ναπομείνη έτσι ξερό λιθάρι, ας είνε και μια στιγμή. Τα υποψιάστηκε όλ' αυτά ο πονηρός ο Δημήτρης. Τον έβλεπε τον ίδρο τον ψιλό που περέχυνε του Μιχάλη το πρόσωπο, τις άκουγε τις απανωτές ρουθουνιές του. Στοχάστηκε πως καλλίτερα ναφήση την ομιλία για πιο βολικώτερη ώρα.
Το τείχος εκείνο, ως έλεγαν ο Θηραμένης και οι μετ' αυτού, δεν ωκοδομείτο προς τον σκοπόν να κλείση την είσοδον του Πειραιώς εις τους Αθηναίους της Σάμου, αλλά μάλλον διά να δέχωνται, όταν θέλουν, τους εχθρούς και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Είναι δε η Ηετιώνεια κατωφερής ακτή του Πειραιώς, πλησίον της οποίας ανοίγεται αμέσως ο λιμήν.
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150 εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια, ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155 ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160 ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος• τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, 'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».
Θα πάρης στο λαιμό σου τον κακομοίρη τον Πίπιζα!... Έφυγε ξαναμένος ο πατέρας σου από κοντά του. Και όλη τη νύχτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Τα λόγια του αδερφού ηύραν χωράφι γόνιμο την αράθυμη ψυχή του κ' εβλάστησαν κλαδιά και παρακλάδια επίφοβα. Δεν έβλεπε την ώρα να βάλη σε πράξι τις συμβουλές του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν