Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Το παραδέχομαι. Σωκράτης. Πώς την εννοείς; ως μνήμην ενός πράγματος ή όχι; Θεαίτητος. Ως μνήμην ενός πράγματος βεβαίως. Σωκράτης. Αυτά τα πράγματα δεν είναι επάνω κάτω όσα έμαθε κανείς και ησθάνθη; Θεαίτητος. Τι άλλο βεβαίως; Σωκράτης. Δηλαδή ό,τι είδε κανείς, το ενθυμείται κάποτε; Θεαίτητος. Το ενθυμείται. Σωκράτης. Άραγε και όταν ακόμη κλείση τους Οφθαλμούς του, ή μήπως το λησμονεί τότε;

Στας αρχάς του αιώνος το χρονικό της Nuremberg, με τις δυο χιλιάδες εικονογραφίες του έφθασε την πέμπτη του έκδοση και προτού κλείση ο αιών δεκαεπτά εκδόσεις έγιναν της &Κοσμογραφίας& του Munster.

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ.

Πιάστε την! πιάστε την! έλεγε μηχανικώς και ο Βούγκος. Ο Κατούνας, ο Σκούντας και ο Τρανταχτής είχον περικυκλώσει την Αϊμάν, και οι Γύφτοι δεν ηδύναντο ευκόλως να πλησιάσωσι. — Γλυτώστε την! έκραξεν ο Μάχτος, ελπίσας βοήθειαν παρά των ανθρώπων ταύτων. — Τι τρέχει; ηρώτα ο μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ότι έπραξε κακώς να βραδύνη τόσον να κλείση το καπηλείον.

Ποιος κάθισε να συλλογιστή ταπέραντο το χασομέρι, ταπέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθη μια γραμματική και να μάθη μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθη, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείση μάνι μάνι, και να πάη στους δασκάλους να πη. Φτάνει σας πια, το παραξηλώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας.

Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Το Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι' απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι' απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξης δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείση τώρα ο Θεός... Έκλεισε τα μάτια του και δεν τάνοιξε πια.

Αλλ' αι οπτασίαι, τα όνειρα και τα φαντάσματα ήσαν τοσούτον κατά την εποχήν εκείνην συνήθη, ώστε αντί να εκπλήττωνται οι πλείστοι εχασμώντο ακούοντες τας διηγήσεις του νέου θαλαμηπόλου. Αλλ' εκείνος, βέβαιος ων ότι το φάντασμά του δεν ήτο εκ των συνήθων, έτρεμε την επιούσαν επί της κλίνης του μη δυνάμενος να κλείση τους οφθαλμούς.

Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματά της θαλάσσης, πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηρίου τοίχους, εις τον Άθωνα.

Ας εύρη τουλάχιστον μίαν στέγην υπό την οποίαν να κλείση τα μάτια της μίαν νύκτα· ας εύρη ανθρώπους με τους οποίους να συνομιλήση, πυράν, παρά την οποίαν να θερμανθή και αύριον έχει ο Θεός. . . Ούτως εσκέπτετο η Μάρω πλησιάζουσα εις τον πύργον· τα κουρασμένα μέλη της είχον τόσην ανάγκην αναπαύσεως, ώστε και η τρώγλη του λαγωού θα της εφαίνετο ευάρεστος.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν