United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσους άκουσα να με πούνε για καμιά λέξη που τους έλεγα — «Ουδέποτε λέγεται ούτωςΠερνούσε μια στιγμή, και κει που δεν πρόσεχαν, οι ίδιοι έλεγαν τη λέξη σαν που τους την είχα μάθει. Πόσες φορές έτυχε να με πη κανένας φίλος «Ουδείς συνηθίζει να προφέρη όλους διόλου· όλοι το λέγουσι με ω». Ωςτόσο κι ο φίλος μου πρόφερνε όλους διόλου χωρίς ο ίδιος να το ξέρη.

Τον είχε φάη η φωτιά και σωριάστηκε μισός από δω, μισός από κει μαζί με το Λιάκο στον αέρα, που φώναζε ακόμα μέσα στο κατρακύλημα των λιθαριών: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!.....

Αλλ' ενόσω έμενε μακράν του τόπου της γεννήσεώς του, υπηρετών παντού όπου η Κυβέρνησις ήθελε τον μεταθέσει ως οικονομικόν υπάλληλον, η Λιαλιώ δεν υπέφερε πολύ. Έμενε πλησίον των γονέων της, αδυνατούσα ν' ακολουθήση τον κυρ-Μοναχάκην εις τας αθιγγανικάς ανά την Ελλάδα περιπλανήσεις, όπου εκάστοτε τον επετούσαν, καθώς έλεγεν ο ίδιος, «σαν παληόβαρκα, μπάττι από δω, μπάττι από κει».

Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.

Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο.

« — Εμένα τότε, μάνα μου, Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, Αν να ιδής γυρεύεις, Τον Άδη, τον Παράδεισο, 'Κεί κάτω να κατέβης, Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, Έλα, έλα μαζή μου — »

Εγώ όμως κάθησα εκεί κ' αιστανόμουνα με τρόμο πως όλα είχανε σιγάσει. Το απόγεμα έφτασε ο Ούλοφ, και μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα ήρθε από το πρώτο ταξίδι του στον κόσμο κοντά στο κρεββάτι, όπου είτανε ξαπλωμένος νεκρός ο μικρός αδερφός. Έκλαψε κει αντρικά κ' ήσυχα κι άμα γύρισε στην τραπεζαρία του έδειξε ο Σβάντε το δάχτυλό του.

Μέσα στην καταχνιά θολοσκεπάζουνται, χάνουνται όλα και τίποτις πια δεν υπάρχει. Σα να μην είχε ουρανό και θάλασσα και καράβια. Λιγάκι ήλιο. παρακαλώ. Τώρα που δεν τη βλέπω, σταναχωριούμαι, και τη γυρέβω. Τεντωμένος ο νους μου, κουρδισμένος, τσιτωμένος, και τη συλλογιούμαι. Εγώ ξέρω. Ένα κομμάτι από δω, ένα κομμάτι από κει. Σκόρπια κατά γης. Έτσι είναι κ' η αλήθεια.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.