United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού.

Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. όσον ελπίδ' απόμενετα βάθη της ψυχής σαςτο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, αντην πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».

Κεγώ, μωρέ, είχα αγάπη με τη μάνα σου πριχού να παρθούμε και δεν εμπήκα καλά καλά στο σπίτι τως, παρά μόνο όντε τση πήα σημάδι. Μάτια δεν εσήκωνα να τήνε δω σάλλους ομπροστά. Αλήθεια δε λέω, Ργινιώ; — Αλήθεια κιαμέ ψώματα; — Μόνο στο χορό τσ' έλεγα κιαμμιάν ανεγυριστική μαντινάδα και μ' απηλογούντονε και κείνη πλεια ανεγυριστικά.

Το ήξερα και παραξενεύτηκα πάλι μ' αυτό το χαραχτηριστικό της αίνιγμα, που για κείνη είτανε μόνο μια φυσική πραγματικότητα. Της χάδεψα τον ώμο για να της δείξω πως άκουσα κ' εννόησα, αυτή όμως αλλάζοντας απότομα θέμα, ρώτησε: — Πιστεύεις εσύ τίποτες άλλο; — Ούτε πιστεύω, ούτε δεν πιστεύω.

Έπειτα πήγε μακρύτερα κι άρχισε να κυττάζη ένα με τάλλο τ άγαλμα και τ' αργόχερο, θέλοντας να κάμη σύγκριση. — Ουμ!... έκαμε πισωπλατίζοντας τη Δόξα και μορφάζοντας σα να δάγκωσε ξινόμηλο· μα όχι, όχι· πρόσθεσε αμέσως, χαϊδεύοντάς την σα μικρό παιδί· εσύ, εσύ είσαι το τέλειο και το πρότυπο.... — Έχασα! είπε η Ελπίδα στο Δημητράκη που έφτασε κείνη τη στιγμή· εγώ είπα να τον πεισμώσω μα δεν πέτυχα.

Θα γίνω... είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του. Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κύτταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα. — Κυρά Ασημίνα... καλέ, κοιμάσαι, καλέ; — Τι είνε; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω. — Δεν τονέ βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα...

Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.

Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!

Και κείνη θέλει σ' όλα να μάθη την αρχή, την πρώτη αιτία. Είταν ένας καιρός που ο μόνος της σκοπός στάθηκε να μαζέβη ύλη. Έλεγε, παραδείματος χάρη, που η γαλλική λέξη vie, ζωή, βγήκε από τη λατινική vita. Έπεσε το τ, το α έγινε ε· τέλος έπεσε κι αφτό το ε, γιατί σήμερα κανείς πια δεν το προφέρνει. Όλα αφτά είναι σωστά. Μα θέλουμε άλλα.

Αλλά τόσο πλεγμένες είναι η μια με την άλλη, ώστε όποιοι στην εποχή μας παράβλεψαν την ιστορικήν ακρίβεια, και τις διάφορες φορεσιές σ' ένα δράμα τις πήραν από διάφορες εποχές, — το αποτέλεσμα ήταν ότι η σκηνή μετατράπηκε σε κείνο το χάος των κοστουμιών, σε κείνη την καρικατούρα των αιώνων, το φανταστικό &Μπαλ Μασκέ&, με τέλεια καταστροφή κάθε δραματικής και γραφικής εντυπώσεως.