Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Τη στιγμή κείνη είχε καθήσει κάτω από τη χαρουπιά κιακούμπησε το κεφάλι της στα χέρια. Σαυτή τη στάση έμεινε ώρα πολλή. Ο δρόμος θα την είχε ξεθεώσει τη δυστυχισμένη στην κατάσταση που ήτονε. Και πόση ώρα θάχε κάμει για να φτάση από το χωριό έως εκεί. Ο Δρακογιώργης, φανταζόμενος την αγωνία τον στήθους της, την ελυπότανε.

Ω! — και δεν έχεις τη δύναμη να σηκώσης το πόδι από τη γη, να τελειώσης όλα τα βάσανά σου! — Δεν ήρθε ακόμη η ώρα μουτο αισθάνομαι! Ω Γουλιέλμε; Με πόση χαρά θα έδινα τη ζωή μου για να περάσω μέσα από τα σύννεφα σε κείνη την ανεμοζάλη, να πιάσω τα κύματα!

Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς! — Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.

Μα και τώρα έχουμε φροντίσει εμείς για κείνη να μη την πάνε σκλάβα στη Μέθυμνα, μήτε να γίνη μερτικό από τα πλιάτσικα των εχτρών. Και τον Πάνα εκείνο, που είναι στημένος κάτω από το πεύκο και που εσείς μήτε με άνθη τον ετιμήσατε, τον παρακαλέσαμε να βοηθήση τη Χλόη, επειδή είναι συνηθισμένος με τους στρατούς περισσότερο από εμάς κ' έχει κάνει πολλούς ίσαμε τώρα πολέμους, αφίνοντας τις εξοχές.

Οι ομιλίες του σε κείνη απάνω την κρίσιμη ώρα είναι ίσως από τις πιο συγκινητικώτερές του.

Και γι' αυτό από την ημέρα κείνη την άτυχη, ούτε σε σένα, ούτε σε κείνο έγραψα. Μόνο αργά και που εμάθαινα από ένα φίλο μου στην Αμερική, τι γίνεσθε. Έξαφνα ολίγες μέρες πριν από τους αγώνας έλαβα ένα τηλεγράφημα που μούλεγε πώς ο γυιός μου έφυγε με τους αθλητάς για τους αγώνας. Μ α ρ ί α. Ποίος; Ο κ. Δέρβυ ίσως...

Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν.

Μεγάλος πως είνε ο Θεός το γνώριζα, Μυλόρδε μου, από κείνη τη δουλειά τη Σφακιανή· μα όχι και τόσο μεγάλος καθώς λέω πως είνε τώρα μ' αυτό του το θάμα! Και του λόγου σου τι θα κάμης ώσπου να γυρίσουμε πίσω; — Βλέπω κ' έχει ένα τεφτέρι ο Προεστός άγραφο.

Είτανε τόσο αλιώτικη, τόσο φοβερή, σαν κανένα φάντασμα. Γύριζε έτσι απάνου κάτου σ' όλο το σπίτι, κ' είχε το κουράγιο να βγη και στο δρόμο σε κείνη τη κατάντια. Μόλις την είδα, έμεινα. Της λέω, «δε ντρέπεσαι, Αννούλα, νάχης πένθος και να κάθεσαι να στολίζεσαι με λουλούδιαΚαι τι μου απάντησε; «Ίσα, ίσα, αφού έχω πένθος μέσα μου, πρέπει να στολίζουμαι απ' όξω». ΓΙΑΓΙΑ Καημένε και συ.

Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, 'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760 έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης•

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν