United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κυττάχτε την πανούργα, που έβαλε σε πράξι τη μία με την άλλη της πονηρές της τέχνες: επήγε από φόβο στο θεϊκό βωμό, για όσα έχει πράξη να μην τιμωρηθή• μα ούτ' ο ναός του Φοίβου σωτήρας θα σου γίνη, ούτε κι' ο βωμός του θα σώση πεια εσέ! Περσότερο λυπάμαι τη μάννα μου από σένα, γιατί και χωρισμένος που είμαι από κείνη, δεν παύω τόνομά της συχνά να το καλώ.

Αχ! δε λέω να μ' αγαπήση· ας διή μόνο πόσο την αγαπώ! Και πώς δεν τόβλεπε, πώς δεν το καταλάβαινε που μια φλόγα είταν αναμμένη στα στήθια μου μέσα; Δεν τόννοιωθε; Όχι! Δεν τόννοιωσε μήτε κείνη μήτε κανένας άλλος. Κάθησε τώρα μέσα στο μυαλό μου· και δε βγαίνει πια και βήμα δεν κάμνει που να μην τη διώ.

Μια μέρα φθάσαμε ανατολικώτερα σάλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολώτερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είνε η ψηλότερη και πειο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κεπειδή ξεπερνά στο ύψος όλο τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο.

Κείνη τον εφκήθηκε, τον εφίλησε, τον ξαναφίλησε και πάει στην εφκή της. Έγυρε πάλι στην Αρκαδιά. Πήγε στην Αρκαδιά ολόχαρος και πήγε στη στάνη γελαστός. Ο Μπέης δεν ήξερε πως έλειψε ο Αργύρης, και δεν ένιωσε πως κατέβηκε στο χωριό του. Αποκεί κ' ύστερα, κάθε αβγή ο Αργύρης, νυχτούλια ακόμα, σαλάχαε τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. Τα κατέβαζε και στη λίμνα.

Κι' ούτε το μαύρο τορπιλλοβόλο, ούτ' η στεριά φαινόντανε μόνα αυτά από τη θέση κείνη σαν ψεύτικα και σαν ξένα.