Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Παραδόξως ό,τι διάκρινα από το πρόσωπο του Βαγγελιού, όταν συνείθισα στο σκότος της αυλής, μου φάνηκε θλιβερό, αλλ' όχι κιαποκρουστικό. Μάλιστα η κέρινη μορφή της μούδιδε θέλγητρο ωμορφιάς άλλης. Και με το νοσηρό αυτό θέλγητρο δε φαίνεται να ήτον άσχετο τ' όνειρο το προημερνό. Τη νύχτα κείνη δε μπόρεσα να κοιμηθώ.

Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.

Από τη μέρα κείνη ο διδάσκαλος μετρίασε πολύ το ξύλο για όλους. Αλλ' ως μου είπεν ο πασάς, οι Τούρκοι του χωριού δεν τον εχώνευαν· και συχνά τον κατάγγελλαν ότι εδίδασκεν επαναστατικές ιδέες και ότι παρασκεύαζε τους μαθητές να γίνουν αντάρτες κατά του Σουλτάνου. Κείχε, φαίνεται, φύγει από το νομό μας ο Βέροβιτς, όταν ήρθε διαταγή από τα Χανιά να συλληφθή.

ΑΝΗΡ Συ, φαίνεται, το χέσιμο σχοινί-λουρί το πήρες. Εγώ, είν' ώρα στη Βουλή να πάω δίχως άλλο, και τρέχω το μανδύα μου τουλάχιστον να βάλω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Θαρθώ κ'εγώ, αλλά θα χέσω πριν καλά• γιατί μου τα 'χει σφίξη εκεί κάποια αχλάδα στιφτική. ΑΝΗΡ Σαν κείνη, που δεν άφησε εις τον παληόν τον χρόνον, να δώση ο Θρασύβουλος στους πρέσβεις των Λακώνων απάντησιν. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα το θεό είν' ένοχος και πάλι.

Ας είναι όμως ο κόσμος πρόβλημα ανεξήγητο ποιος θα πη τη φύση βάρβαρη; Η γλωσσική ενέργεια του αθρώπου είναι μυστήριο και κείνη, μυστήριο σπουδαίο, γιατί μας ανοίγει την ψυχή και μας φανερώνει την ιστορία ενός λαού. Ένας βυζαντινός ποιητής είπε κάπου· Άνθρωπος, όταν περπατεί, κόσμος μικρός υπάρχει. Θάλεγε μεγαλήτερη αλήθεια, αν έγραφε με τη γλώσσα του·

Σαυτά τα γράμματα χρωστώ μεγάλη χάρη, γιατί με την παρηγοριά και την ανακούφιση που μούδωκαν στις τρικυμίες κείνες της εφηβικής μου καρδιάς, με στήριξαν και με βοήθησαν να περάσω τον καιρό που μούμενε μέχρι των εξετάσεων και των θερινών διακοπών. Δε μπόρεσαν όμως να με βοηθήσουν και στα μαθήματα και τη χρονιά κείνη με δυσκολία τα κατάφερα να προβιβασθώ.

Τα χέρια είναι ωραία, καλό το τραγούδι, σιγανός ο τόνος και γλυκειά η φωνή. Κείνη τη στιγμή μπαίνει ο Καριάδος, πλούσιος κόμης από κάποιο μακρυνό νησί. Είχεν έλθει στο Τινταγκέλ για να προσφέρη στη Βασίλισσα της υπηρεσίες του, και πολλές φορές μετά την αναχώρησι του Τριστάνου της είχε πη τον έρωτά του. Αλλά η Βασίλισσα απέκρουε της αιτήσεις του και τον έλεγε τρελλό.

Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι. Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο. Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα!

Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω. — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του; — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο. — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου. — Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω; — Μαζί και κείνη.

«Φίλε, σήκωσε το μαντύα σου, κατέβα στο νερό, και βάστηξε τη Βασίλισσα, αν δηλαδή δε φοβάσαι, έτσι τσακισμένο που σε βλέπω, μη λυγίσης στη μέση του δρόμου». Ο προσκυνητής πήρε τη Βασίλισσα στα χέρια του. «Φίλε» του είπε κείνη σιγά. Έπειτα ακόμη σιγώτερα: «Κάνε να πέσης στον άμμο». Σαν έφθασε στην όχθη, εσκόνταψε κι' έπεσε, κρατώντας τη Βασίλισσα σφιγμένη στα χέρια του.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν